Ξένια Καλαιτζίδου: Δαιμονισμένες, Κείμενα όλο triggers, Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Κάποιες αράδες νιώθεις αμήχανα να ''σε διαβάζουν''. Έτσι είναι και τα πεζοποιήματα της Ξένιας Καλαιτζίδου, που το βιβλίο της ''Δαιμονισμένες'' έπεσε στα χέρια μου μέσα στον φιλόξενο χώρο του βιβλιοκαφέ ''Ακυβέρνητες Πολιτείες'' στη Θεσσαλονίκη. Τα κείμενα της Ξένιας που βαφτίζω ''πεζοποιήματα'' αν και προφανώς τα κερδίζει το είδος της ποίησης που έχει αιχμηρές γωνίες αφήνοντας συνεχώς αιχμές, θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως πεζά κείμενα γραμμένα σε ποιητική πρόζα.
Τα θέματα που την απασχολούν ξεκινούν από την κριτική στον ιδεολογικό χώρο που την έχει σημαδέψει, τον φεμινισμό, την έμφυλη και μη βία και φτάνουν μέχρι ζητήματα ταυτότητας, συνείδησης, ταξικές διακρίσεις που ξεπερνούν τα σύνορα, κάνοντάς την σε κάποια σημεία να μοιάζει ότι συνομιλεί με τη θάλασσα εικόνων και λέξεων της Δανής Siri Ranva Hjelm Jacobsen.
Οι Δαιμονισμένες χωρίζονται σε κεφάλαια, προλογίζονται από ποιήματα άλλων ποιητών που συναντούμε είτε σε ποιητικές συλλογές είτε σε περιοδικά όπως το 'Τεφλόν'. Η γραφή της Ξένιας Καλαιτζίδου, είναι αμείλικτη, πετσοκόβει το δέρμα και την καρδιά, τιμωρεί την αδικία, μπολιάζει μέσα στους αναγνώστες πρόσκαιρα την ελπίδα για να τους τη στερήσει ξανά. Έτσι αναγεννημένη χωρίς ελπίδα πια, απελευθερωμένη από τα βάρη της προσμονής και της εγκαρτέρησης εφορμά πάνω στα στερεότυπα τσακίζοντάς τα, έχοντας για μοναδικό εργαλείο την ελεύθερη σκέψη της...
Οι επιρροές της κυμαίνονται ανάμεσα στο 'κακό' παιδί της γαλλικής ποίησης 'Μπωντλαίρ', μέχρι γυναικείες φωνές με έντονα εσωστρεφή λόγο όπως η Αλεχάντρα Πισαρνίκ.
Η φωνή της ποιήτριας Ξένιας, ενώνεται με τις φωνές όλων των γυναικών αδελφών σε κάθε μεριά της γης, που λίγο πριν σιγήσουν οριστικά άφησαν ένα πνιχτό ουρλιαχτό πιστεύοντας πως κάποια εκεί έξω θα το ακούσει και θα το ερμηνεύσει, γράφοντας για αυτό, μετατρέποντας τις ανώνυμες, σε γυναίκες με όνομα.
Αν και όλα τα κείμενα είναι μοναδικά, θα σταθώ σε δύο που με κλόνισαν ιδιαιτέρως (παρόλο που το βιβλίο το έχω σημειωμένο παντού). Το πρώτο κείμενο λέγεται Mahsa και προλογίζεται από ένα απόσπασμα του βιβλίου ''Το κόκκινο φθινόπωρο στην Τεχεράνη'' της Anahita Firouz, το οποίο όταν το διάβασα αγάπησα την ιρανική λογοτεχνία...
Mahsa
Αποδειχτήκαμε άπληστοι, κοντόφθαλμοι, άπειροι, διαιρεμένοι σε χίλια κομμάτια. Όπως κάθε άλλο κόμμα που είναι παράνομο για πολλά χρόνια. Αυτή ήταν η ύψιστη κληρονομιά του παλιού καθεστώτος. Τότε κατέλαβε την εξουσία μια τάξη χωρικών με θρησκευτικό σκοταδισμό. Το καινούργιο καθεστώς ήταν έτοιμο να μας σφαγιάσει, εμάς και όλους τους άλλους, κάνοντας το παλιό καθεστώς που κατηγορούσαν να φαίνεται σαν μια παρέα απο ερασιτέχνες.
Anahita Firouz, Το κόκκινο φθινόπωρο στην Τεχεράνη
Το να'σαι 22 χρονών, Κούρδισσα κι αγωνίστρια
σε έναν κόσμο τέτοιο είναι υπεραρκετό
ώστε να σε σκοτώσουν
με τον πιο βάναυσο τρόπο
και όλα τ'άλλα, παρατράγουδα
και ανεπάρκεια δική μας.
Το πρώτο καλοκαίρι που πέρασα με τη μάνα μου
¨Όταν ξαναπάτησα το πόδι μου στην άσφαλτο του σταθμού της πόλης μου, έπεφτα ψιλόβροχο. Ανάμεσα στις γνώριμες πράσινες αμαξοστοιχίες, εισπνέοντας έναν αέρα οικεία ελαφρύ και δροσερό, ένιωσα ανακούφιση. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μας ανοίγει την πόρτα του σπιτιού μας. Ήμουν έτοιμη να πέσω εκεί στο διάδρομο και να κοιμηθώ για πάντα. Ο μήνας ήταν Αύγουστος και είχε δεκαπέντε. Το ίδιο βράδυ, στον ύπνο μου έπεσα σε κώμα. Είδα τον εαυτό μου, τους δικούς μου, τους τραυματιοφορείς, τους δρόμους γύρω από το μνημείο της Υφηλίου, από τον νυχτερινό ουρανό. Όταν ξύπνησα στην εντατική, ήξερα ότι η ζωή μου είχε αλλάξει. Τα υπόλοιπα ήταν λεπτομέρειες. Ένιωσα το καλύτερο μου καλοκαίρι να σκορπάει κάτω από τις ιτιές στον κήπο του παιδιατρικού νοσοκομείου. ¨Όταν πήρα εξιτήριο το Σεπτέμβριο, η μάνα μου είχε ήδη φύγει έξω για δουλειά, ενώ είχα χάσει και τη γιορτή του σχολείου για την αρχή του έτους. Ο Σεπτέμβρης έγινε για πάντα μήνας ακαθόριστης θλίψης και παράξενης νοσταλγίας για μια ζωή που δεν έζησα.
Από τότε πέρασαν πολλά και διάφορα καλοκαίρια, που στο συγκεκριμένο διάστημα έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους. Είχαν όλα τους κάποια απογεύματα άσκοπων περιπλανήσεων, για να θυμάμαι τα όνειρά μου, να ακούω τις σκέψεις μου που συνήθως θολώνουν στο βουητό της πόλης, να καταλαβαίνω ότι ακόμα έχω εμένα. Πάντα όσο πλησίαζε ο Σεπτέμβρης, θυμόμουν τους φίλους που έγιναν ξένοι, κι ας μύριζε ακόμα θάλασσα και πεύκο. Σταμάτησα πια. Μα εκείνο το έμβρυο που αποχωρίστηκε κάποτε τη νηνεμία της αγκαλιάς, που τόσες φορές αφέθηκε αβοήθητο, πάντα επιστρέφει όπως καθετί απωθημένο. Χρόνια κλαίει στους εφιάλτες μου και αναπαριστάνει τη βίωση του θανάτου. Και επέστρεψε, όπως εγώ, το Δεκαπενταύγουστο. Με τέσσερα πόδια, και πορτοκαλί τρίχωμα, σα λιονταράκι, στα πλακάκια μιας αυλής, πιο κάτω από την οικοδομή μας. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο κλάμα του. Σιγά σιγά ανοίξαμε μια κοινή αγκαλιά που γεμίζει γαλήνη με τα σχεδόν ανεπαίσθητα αγγίγματά του και τις τρυφερές δονήσεις του λάρυγγα, στοχεύοντας απευθείας στην καρδιά. Μια καινούργια ζωή μεγαλώνει κάθε μέρα και τα μάτια της μπολιάζουν με το χρώμα του ουρανού. Επιστρέφουμε μαζί στον τόπο που όλοι κάποτε αφήσαμε.
Τελικά η επιστροφή μπορεί να λαμβάνει χώρα σε ανύποπτο χρόνο, πιθανώς σε διαφορετικό χώρο, και κανέναν ρόλο δεν παίζει η μορφή. Υπάρχει μια συμπαντική ισορροπία στην ύλη, που μετουσιώνει τις υπάρξεις στα συναισθηματικά ισοδύναμά τους, κάνοντάς τα να συνεχίζουν το νήμα της αφήγησης από εκεί που το άφησε γιατί δεν άντεξε η προηγούμενη μορφή τους...Συμφωνείς ή όχι με αυτό Ξένια; (να ένα ερώτημα που λαχταρώ να απευθύνω στην ποιήτρια Ξένια, αλλά το κρατώ για όταν θα τη γνωρίσω από κοντά!)