Σελίν: Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, Εκδόσεις Εστία
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Ο Σελίν (μικρό όνομα της γιαγιάς του), ο Λουί Φερντινάν Σελίν, είναι σίγουρα ο πιο αμφιλεγόμενος συγγραφέας όλων των εποχών, όχι έτσι πρόχειρα όπως μπορεί να ειπωθεί για οποιονδήποτε άλλο, αλλά ουσιαστικά με αποδείξεις. Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί για αυτόν τον συγγραφέα και φυλλαδιογράφο, που υπήρξε ρατσιστής και αντισημιτικός ως το κόκκαλο, ότι θα μπορούσε να γράψει ποτέ ένα τόσο βαθιά ανθρωπιστικό, ειρηνιστικό, αντιπολεμικό βιβλίο, όσο το ''Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας''.
Βέβαια το κορυφαίο έργο του Σελίν έχει επικριθεί δριμύτατα, με χαρακτηρισμούς έως και ανόσιους. Από αναρχικό μέχρι ακροδεξιό βαφτίστηκε το ταξίδι του Σελίν στο έρεβος. Σημασία δεν έχει βέβαια τί μπορεί να θεωρεί ο καθένας, σημασία έχει τί όντως έγραψε ο Σελίν. Ο Μπαρνταμού, το μυθιστορηματικό alterego του συγγραφέα, καταδύεται στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής, με εφαλτήριο το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου πολεμάει και ο ίδιος σας στρατιώτης, χωρίς να θέλει ούτε να το παίξει ήρωας, ούτε γιατί πιστεύει ότι κερδίζεται τίποτα από τέτοιου είδους πολέμους. Για την ακρίβεια ο Μπαρνταμού επαναλαμβάνει συχνότατα ότι δε μπορεί να καταλάβει γιατί πολεμάει του Γερμανούς ή τους όποιους αντιπάλους έχει κάθε φορά, αφού δεν του έκαναν εκείνου τίποτα...Το έργο αυτό του Σελίν θα μπορούσε να είναι ένα κόσμημα στην ιστορία του μισανθρωπισμού. Όσο βαθιά αντιπολεμικό είναι και όσο κι αν κραυγάζει για το πόσο τεράστια βλακεία είναι να πιστεύει κάποιος ότι μετά από εκατοντάδες χρόνια θα τον θυμάται κανείς ή θα τον μνημονεύει ως ήρωα που πολέμησε, άλλο τόσο βαθιά μισανθρωπικό είναι. Η ανθρώπινη ψυχή γδύνεται τόσο πολύ, που δεν της μένει ούτε το πιο ευτελές φτιασίδι να καλύψει την ασχήμια της. Η υποκρισία της μεσοαστικής πραγματικότητας όσο μαίνεται ο πόλεμος, είναι τόσο έκδηλη που κανένας δε θα ήθελε να πιστέψει ότι μια ολόκληρη μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη που έχει στείλει τους στρατιώτες της στον πόλεμο, χορεύει και τραγουδά σκεπτόμενη μόνο την πάρτη της θεωρώντας δεδομένο ότι κάποιοι ζουν και κάποιοι πεθαίνουν.
Από την κόλαση του πολέμου, μεταφερόμαστε στην κόλαση της αποικιοκρατούμενης από τη Γαλλία Αφρικής. Δημόσιοι υπάλληλοι ξεχασμένοι στη χώρα τους έχουν σταλθεί να εργαστούν σε αφρικανικές χώρες υπό το γαλλικό ζυγό, με το όνειρο του πλουτισμού που διακόπτεται από τροπικά ζωύφια που κολλάνε πάνω στο ιδρωμένο δέρμα τους. Οι ιθαγενείς αντιμετωπίζονται ως παράπλευρη απώλεια σε αυτή την ''δυτική πολιτιστική συνεισφορά''.
...''Οι μεν ιθαγενείς λειτουργούν τελικά μόνο με το βούρδουλα, έχουν αυτή την αξιοπρέπεια, ενώ οι λευκοί τελιοποιημένοι χάρη στη δημόσια εκπαίδευση, δουλεύουν από μόνοι τους. Ο βούρδουλας κουράζει στο τέλος αυτόν που τον χειρίζεται, ενώ η ελπίδα δύναμης και πλούτου με την οποία μπουκώνονται οι λευκοί δεν στοιχίζει τίποτα, τίποτε απολύτως. Ας μην μας εκθειάζουν πια την Αίγυπτο και τους Τατάρους τυράννους! Οι αρχαίοι εκείνοι ερασιτέχνες δεν ήταν παρά ξιπασμένοι άσχετοι στην ύψιστη τέχνη του να ξεζουμίζουν τ'όρθιο ζώο από την τελευταία στάλα μόχθου. Δεν ξέρανε οι πρωτόγονοι αυτοί , να τον φωνάζουν Κύριο τον σκλάβο και να τον βάζουν να ψηφίζει κάπου κάπου ούτε να του πληρώνουν την εφημερίδα ούτε κυρίως να τον οδηγούν στον πόλεμο για να τον γιατρέψουν απ'τα πάθη του. Ένας χριστιανός είκοσι αιώνων, το λέω εκ πείρας, δεν κρατιέται άμα περάσει σύνταγμα από μπροστά του. Του ξεφυτρώνουν χίλιες ιδέες στο κεφάλι. Ως εκ τούτου, αποφάσισα σε ό,τι με αφορούσε να με θέσω στο εξής υπό στενή επιτήρηση κι έπειτα να μάθω να το βουλώνω επιμελώς, να κρύβω την όρεξή μου να το σκάσω, να ευημερήσω τελοσπάντων, ει δυνατόν και μολαταύτα, στην υπηρεσία της Λυμαινικής Εταιρίας. Ούτε λεπτό για χάσιμο...''
Το ''Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας'', κλείνει με την άσκηση του επαγγέλματος του γιατρού από τον Μπαρνταμού (ο Σελίν είχε σπουδάσει ιατρική), στα παρισινά προάστεια. Η λεπτομερής περιγραφή των χαρακτήρων που συναντά ο συγγραφέας σαν γιατρός, δεν επιτρέπει την ελπίδα για κάποιο φως στην ανθρώπινη ψυχή. Για την ακρίβεια ο Σελίν δε χαρίζεται σε κανέναν. Είναι κατηγορηματικός, όχι μόνο στο πόσο μισάνθρωπος είναι αλλά στο πόσο πλάνη είναι να θεωρεί κανείς ότι υπάρχει έστω και κάποιο φως σε όλη αυτή τη δυσωδία. Και την πεποίθησή του την εξηγεί με ιστορίες από αναρίθμητες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες αποδεικνύουν ακριβώς αυτό.
...''Κάποιος άλλος τύπος που συνάντησα στη διάρκεια του πολέμου στο νοσοκομείο, ένας δεκανέας, μου'χε μιλήσει λιγάκι γι'αυτά τα συναισθήματα. Κρίμα που δεν το ξανάδα ποτέ κείνο το παλικάρι! "Η γη έχει πεθάνει", μου εξηγούσε..."δεν είμαστε του λόγου μας τίποτ'αλλο από σκουλήκια πάνω στο χοντρό βρωμοκουφάρι της, σκουλήκια που της ροκανίζουνε συνέχεια τα σπλάχνα και ρουφάνε τα φαρμάκια της...Δε γίνεται τίποτα μ'εμάς. Είμαστε σάπιοι απ' τα γεννοφάσκια μας...Κι αυτό είναι όλο!" Όπως και να 'χει τον πήραν ένα βράδυ άρον άρον προς τη μεριά των οχυρών εκείνον τον στοχαστή. Απόδειξη πως δεν ήταν κακός στο ρόλο του ντουφεκισμένου. Ήταν δύο μάλιστα οι μπάτσοι που τον πήραν, ένας ψηλός κι ένας κοντός. Το θυμάμαι καλά. Αναρχικό τον βγάλαν στο στρατοδικείο. Ύστερα από χρόνια όταν τα ξανασκέφτεσαι, σου'ρχεται να ξαναβρεις τις λέξεις που είπαν κάποιοι άνθρωποι, όπως και τους ίδιους τους ανθρώπους, για να τους ρωτήσεις τί θέλαν να σου πουν...Μα αυτοί έχουν φύγει!...Δεν είχες αρκετή μόρφωση για να τους καταλάβεις...Θα' θελες να 'ξερες ας πούμε μπας κι αλλάξαν γνώμη από τότε...Μα είναι πολύ αργά...Πάει!...Κανείς δεν ξέρει πια τίποτα γι' αυτούς. Πρέπει λοιπόν να συνεχίσεις το δρόμο σου ολομόναχος, μες στη νύχτα. Έχεις χάσει τους αληθινούς σου συντρόφους. Δεν τους έθεσες τη σωστή ερώτηση, την αληθινή, όσο ήταν καιρός. Όταν ήσουν κοντά τους δεν ήξερες. Χαμένο κορμί. Κατ' αρχάς είσαι πάντα καθυστερημένος. Μα δεν μπαίνει με μεταμέλειες η κατσαρόλα στη φωτιά.
Όποιος δεν αντέχει την αποδόμηση κάθε κοινωνικής κατασκευής καλό θα ήταν να μη διαβάσει αυτό το βιβλίο, το οποίο είχε απαγορευτεί για χρόνια, αφού προηγουμένως καλωσορίστηκε σαν το παλίμψηστο μανιφέστο της προλεταριακής επανάστασης.