Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού, εκδόσεις Καστανιώτη

2022-06-28

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Προσφάτως, βρέθηκα στην παρουσίαση του Περουβιανού συγγραφέα Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, καλεσμένου των εκδόσεων Καστανιώτη, με αφορμή την παρουσίαση του καινούργιου του μυθιστορήματος 'Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού'. Ο θρησκόληπτος τίτλος του μυθιστορήματος θα με απέτρεπε σίγουρα από την αγορά του βιβλίου, αν δε γνώριζα το συγγραφέα και δεν είχα διαβάσει προηγούμενα έργα του, στα οποία θίγει με ρεαλιστικό τρόπο πολιτικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της βίας, ως μέσου διατήρησης της εξουσίας σε δικτατορικά καθεστώτα. 

Σχεδόν σε όλα τα έργα του που έχω διαβάσει, "Η εσχάτη των ποινών", 'Κόκκινος Απρίλης" και "Ουρουγουανός εραστής", η παρακαταθήκη του βίαιου παρελθόντος των χωρών της Λατινικής Αμερικής, ξεδιπλώνεται με την ίδια ορμή, με το συγγραφέα να απευθύνει προς τους αναγνώστες του, το χαρακτηριστικό πια λάιτμοτιφ του, που έχει να κάνει με την αναζήτηση των παραμέτρων που διαμορφώνουν την ψυχολογία του θύτη. 

Ο Ρονκαλιόλο στην πρόσφατη συνέντευξή του, διατύπωσε ξεκάθαρα τη θέση του, ότι δε μπορεί να πιστέψει ότι οι άνθρωποι που διαπράττουν ειδεχθή εγκλήματα, γεννήθηκαν τέρατα. Η αλήθεια είναι ότι στο σημείο αυτό, η άποψή του, μου έφερε στο μυαλό την 'κοινοτοπία του κακού" της Χάνα Άρεντ, μια άποψη που ανέπτυξε η τελευταία, έχοντας παρακολουθήσει τη συμπεριφορά του εγκληματία ναζί Άντολφ Άιχμαν, όταν έλαβε χώρα η δίκη του στο Ισραήλ. Σύμφωνα με τη θεωρία της Άρεντ, που δανείζεται όρους της ψυχολογίας από το διάσημο Φρόιντ, ενεργοποιείται από την πλευρά του Εγώ (που αντιπροσωπεύει τη λογική)  κάποιος μηχανισμός άμυνας ανάμεσα στο Εκείνο και το Υπερεγώ, έτσι ώστε οποιαδήποτε ενστικτώδης παρόρμηση δε συνάδει με τις κοινωνικές και ηθικές αξίες των ατόμων, να εκλογικεύεται μέσα από μια διαδικασία που μοιάζει με παραμορφωτικό φακό της πραγματικότητας. Η Χάνα Άρεντ βρήκε πολλούς υποστηρικτές στη θεωρία της αλλά και πολλούς επικριτές.  

Κατά τη γνώμη μου, η κοινοτοπία του κακού, ίσως να μπορεί να εξηγήσει τη μετατροπή ενός ανθρώπου σε ένα κατάπτυστο ον, όμως δε ρίχνει ιδιαίτερο φως, στην αιτία εκείνη που οδηγεί το μηχανισμό του "Εγώ" στη δημιουργία μιας τόσο παραμορφωτικής άμυνας, ικανής να συμβιβάσει δύο τόσο ακραία σε απόσταση μεταξύ τους "Υπερεγώ" (σύστημα αξιών) και "Εκείνο" (ανθρώπινη παρόρμηση, ένστικτο). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου δρουν συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, παρέχει τα "νομιμοποιητικά" εργαλεία, που θα επέτρεπαν την εκλογίκευση ακραίων πράξεων. Ωστόσο, μία τέτοια συνθήκη μπορεί  να σταθεί ικανή να εξηγήσει αρκετές περιπτώσεις εγκληματικής συμπεριφοράς, σίγουρα όμως όχι όλες.

Στο 'Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού", ο Τζέιμς (Περουβιανής καταγωγής) κατοικεί στη Νέα Υόρκη και διάγει έναν φαινομενικά προβλέψιμο βίο, έχοντας πατέρα επίτροπο στον καθεδρικό ναό του Μπρούκλυν, μητέρα νοικοκυρά, ενόσω ο ίδιος ετοιμάζεται για τις πανεπιστημιακές του σπουδές. Ωστόσο, το σκηνικό αυτό ανατρέπεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, καθώς ένα απρόσμενο τηλεφώνημα με αφορμή ένα πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος του πατέρα του Τζέιμς, θα οδηγήσει τον τελευταίο στο άγνωστο Περού της καταγωγής του, το οποίο επισκέπτεται για πρώτη φορά, ερχόμενος αντιμέτωπος, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ρονκαλιόλο, με μία πυκνή και υγρή μάζα σκόνης σα να καταπίνει χώμα, με το που προσγειώθηκε το αεροπλάνο στη Λίμα. 

Η σχέση πατέρα και γιου μπαίνει στο μικροσκόπιο. Ο γιος θα ανακαλύπτει σταδιακά ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκληματικού παρελθόντος του πατέρα του, το οποίο είχε αποσιωπηθεί και θαφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή της ύπαρξης του Τζέιμς, σαν η χιλιομετρική απόσταση ανάμεσα στο Περού και τις Η.Π.Α., να έκοψε τον 'ομφάλιο λώρο' ανάμεσα στην τωρινή και την προηγούμενη ύπαρξη του Περουβιανού επισκόπου. 

Η περιγραφή της πολιτικής διαφθοράς στο Περού, της θρησκόληπτης κοινωνίας που συνωμοτεί πίσω από κλειστές πόρτες και είναι ικανή να καλύψει με σιγή ετών τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα, έρχεται στο φως της πένας του Ρονκαλιόλο, σαν μια σκιά φόβου και άρνησης των γεγονότων, που οδηγούν σε περισσότερο φόβο και ακόμα μεγαλύτερη άρνηση της ωμής πραγματικότητας. Ο Ρονκαλιόλο αναρωτιέται, πώς είναι δυνατόν να φτάνει κάποιος να πραγματοποιεί τόσο φρικτά εγκλήματα όπως το σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στους κόλπους ενός καθολικού τάγματος του Περού, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας μετά από τρεις δεκαετίες; Αναρωτιέται επίσης, πώς είναι δυνατόν στο όνομα της "μη σπίλωσης" του ονόματος της εκκλησίας, η θρησκόληπτη κοινωνία του Περού, να καταδικάζει για χρόνια σε αργό θάνατο τα θύματα ενός τόσο ειδεχθούς εγκλήματος; 

Ο συγγραφέας, μετακινεί το φακό της έρευνάς του στους θύτες και όπως δήλωσε και στη συνέντευξή του, ήταν απίστευτο ότι άνθρωποι που υπήρξαν θύματα έγιναν με τη σειρά τους θύτες, είτε γιατί μέσα στο κλειστό περιβάλλον της πραγματικότητας που βίωσαν, θεώρησαν αυτή την 'τάξη πραγμάτων" ως 'φυσιολογική", είτε γιατί θέλησαν με τη σειρά τους να περάσουν και εκείνοι στην ψυχολογία της άλλης πλευράς, του θύτη. 

Η αλήθεια είναι ότι το έργο του Ρονκαλιόλο είναι μια γροθιά στο στομάχι, που σε κάθε περίπτωση σε κάνει να αναρωτιέσαι ακόμα και ασχέτως του εγκλήματος της σεξουαλικής κακοποίησης, που έχει ακουστεί αμέτρητες φορές ως φρικτό σκάνδαλο στους κόλπους της εκκλησίας, για το θρησκευτικό φανατισμό. Ο θρησκευτικός φανατισμός, εμποτίζει τα κοινωνικά σύνολα σε τέτοιο βαθμό, που μετατρέπεται σταδιακά σε παραμορφωτικό φίλτρο οποιασδήποτε αλήθειας ξεσκεπάζει την υποκρισία του. Τελικά, το ίδιο το αίτημα της ανθρώπινης δοκιμασίας, ως μέσου πνευματικότητας, είτε ως μέσο πλύσης εγκεφάλων με σκοπό τη διάπραξη  εγκλημάτων, είτε απλώς ως επιχείρημα θρησκευτικής στάσης, θα έπρεπε να επαναθεωρηθεί όχι απλά ως παρωχημένο και αλυσιτελές, αλλά ως το παλίμψηστο αφήγημα για τη χειραγώγηση των ατόμων.

Ο Ρονκαλιόλο παραδίδει μία πυρηνική βόμβα στα χέρια των αναγνωστών. Τον ευχαριστούμε! 


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!