Patrick Hamilton: Πλατεία Χανγκόβερ, Εκδόσεις Στερέωμα
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, ο αναγνώστης νιώθει ότι έχει μεθύσει τόσο άσχημα, που το χανγκόβερ είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Άλλωστε αυτή η μεταφορά στις αγγλοσαξωνικές παμπ, τα ατελείωτα μεθύσια και τα στενά δρομάκια της λονδρέζικης κοινωνίας, από τα οποία ξεπηδούσαν μέθυσοι και νυχτερινοί περιπατητές, ταιριάζει και στον ίδιο τον Patrick Hamilton, που άφησε την τελευταία του πνοή, εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ.
Ο Patrick Hamilton, γεννήθηκε το 1904 και υπήρξε Άγγλος θεατρικός συγγραφέας, και ένα από εκείνα τα enfin terrible, που αφουγκράστηκαν με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, το ταραγμένο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον του μεσοπολέμου. Με τον ίδιο τρόπο που προσπάθησαν άλλοι σύγχρονοί του συγγραφείς ή και λίγο προγενέστεροι από το Hamilton, να αποτυπώσουν την επερχόμενη λαίλαπα που θα έπληττε την ευρωπαική ήπειρο, ο συγγραφέας, επιχειρεί μέσα από την περιγραφή μίας άρρωστης και αδιέξοδης σχέσης, να δημιουργήσει έναν παραλληλισμό, με τη νοσηρή και φασίζουσα πλευρά της νεότερης ευρωπαικής ιστορίας.
Ο Τζόρτζ Χάρβει Μπόουν, μπαινοβγαίνοντας στις παμπ του Ερλ'ς Κορτ και τα καταγώγια όπου συχνάζουν αμετανόητοι πότες, κυνηγάει μονίμως το αντικείμενο του πόθου του, τη Νέττα. Πρόκειται για μια σκληρή, αδυσώπητα εγωιστική φιγούρα, που κυριολεκτικά αρέσκεται στο να τον ποδοπατά, και εκείνος ως άρρωστος, έχει ανάγκη να του συμπεριφέρεται με τον ψυχρό, υποτιμητικό τρόπο της. Παρακολουθούμε, την άκρως αναξιοπρεπή στάση του Τζόρτζ, που κινείται πάνω σε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στον έρωτα και την αρρώστια, όμως γρήγορα το βάρος του γέρνει ολοκληρωτικά στην πλευρά της ψυχασθένειας.
Με τον ίδιο τρόπο που οι ιστορικές συγκυρίες της εποχής, και οι ατελέσφορες συμφωνίες του Μονάχου, οδήγησαν τελικά στην είσοδο της Αγγλίας στον πόλεμο με τη φασιστική μηχανή του Χίτλερ, παρακολουθούμε την παθογένεια μιας ολόκληρης κοινωνίας, καθώς και το σπέρμα του φασισμού, μέσα από τη μικρογραφία μιας προσωπικής ιστορίας, της ιστορίας μιας παρέας αλκοολικών και παρείσακτων. Ο Patrick Hamilton, παντρεύει με τον τρόπο αυτό, την ατομική παθογένεια με τη συλλογική, θεωρώντας τις αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες. Άλλωστε, αν δεν ήταν η συλλογική μοίρα της ευρωπαικής ιστορίας, απόρροια των ατομικών προβληματικών θεωρήσεων, πώς θα ήταν δυνατό, όταν η καταστροφή κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, κράδαινε πάνω από τα κεφάλια των 'αμέριμνων' αστών, που σχεδόν προσποιούνταν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει, εκείνοι να τριγυρνούν με μοναδικό σκοπό να μεθύσουν;
Στο πρόσωπο του Πήτερ, του αντίζηλου του Τζόρτζ, βλέπουμε έναν θαυμαστή του χιτλερικού καθεστώτος, έναν οπορτουνιστή που προσπαθεί να κατακτήσει την αστική τάξη που τον έχει απορρίψει, ακριβώς όπως και τη Νέττα. Αυτοί οι παραδόπιστοι, ψυχροί πότες, αδιαφορούν πλήρως για την επερχόμενη καταστροφή, διάγουν έναν βίο σχεδόν υπνωτισμένοι από τις πολιτικές εξαγγελίες των συμφωνιών του Μονάχου, που εθελοτυφλώντας αρνούνταν το ενδεχόμενο εμπλοκής στον πόλεμο.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό μιας κοινωνίας αδιάφορων πολιτών, μας εισάγει ο Patrick Hamilton, σαν να πρόκειται για τη δική του κραυγή αγωνίας, απέναντι σε όσους σφύριζαν ανέμελα, τη στιγμή που το καζάνι έβραζε. Μας παραπέμπει ο συγγραφέας έτσι, στους 'Αδιάφορους΄ του Alberto Moravia, όπου ο συγγραφέας θέλησε να πραγματοποιήσει ένα κοινωνικό σχόλιο για το Μουσολίνι που είχε ήδη επιβάλει τη δικτατορία του ενόσω η χώρα όδευε προς τη λαική επικύρωση του φασισμού...Με τον τρόπο αυτό ο Moravia, έδειξε ότι ο φασισμός μετατρέπει το θανάσιμο κίνδυνο της αδιαφορίας, σε ένα απόλυτα υπαρξιακό προσωπικό καθεστώς.
''Ανέτρεξε στη σπουδαία πράξη της ημέρας και μολονότι του προκαλούσε αηδία και αποτροπιασμό, αισθάνθηκε ότι δεν είχε πολύ νόημα-όχι τουλάχιστον το νόημα που είχε το πρωί. Ακόμα και το Μέιντενχεντ δεν είχε πολύ νόημα. Πίστευε άραγε ότι το Μέιντενχεντ θα διέγραφε τα πάντα; Πώς ακριβώς θα έλυνε τα προβλήματα. Δεν έβλεπε πως. Ίσως ήταν κουρασμένος, τώρα όμως δεν έβλεπε παρά το αδιέξοδο.''