Νικολάι Γκόγκολ: Το παλτό, Εκδόσεις Ερατώ

2023-04-02
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Η νατουραλιστική σχολή σκέψης στο ρωσικό μυθιστόρημα, οφείλει τις απαρχές της στο Νικολάι Γκόγκολ. Ο Γκόγκολ, με άλλα λόγια, συνδύασε στοιχεία του φανταστικού με την πραγματικότητα, αποστασιοποιούμενος από τον κλασικό ρομαντισμό, κορυφαίων Ρώσων λογοτεχνών όπως ο Τολστόι. Ο συγκερασμός φανταστικών και ρεαλιστικών στοιχείων, έφερε στο προσκήνιο της ρωσικής μυθιστοριογραφίας, έργα που είχαν ως κύριο στόχο, την έμφαση στο αστικό κοινωνικό περιβάλλον και την κριτική αυτού. Μία παράδοση από την οποία επηρεάστηκε και συνέχισε επάξια ο Ντοστογιέφσκι. 

Στο 'Παλτό', το σπουδαιότερο διήγημα του Νικολάι Γκόγκολ, το οποίο γράφτηκε το 1839, και διαδραματίζεται σε κάποιο υπουργείο της τσαρικής αυτοκρατορίας, παρακολουθούμε τη ζωή ενός δημοσίου υπαλλήλου, η οποία περνάει εντελώς απαρατήρητη και αντιμετωπίζεται ως η πλέον ασήμαντη, σε κάθε έκφανσή της. Ο Ακάκιι Ακάκιεβιτς, κάποια στιγμή πεθαίνει, και η καθημερινότητα συνεχίζεται στο περιβάλλον του υπουργείου όπου δούλευε, χωρίς να αλλάζει το παραμικρό. Μία μικρή αναλαμπή, στην εντελώς ρουτινιάρικη ύπαρξή του, αποτελεί ένα καινούργιο παλτό, που καταφέρνει να αποκτήσει, αντικαθιστώντας το παλιό και φθαρμένο του. Η απώλεια όμως αυτού του πανωφοριού, του μοναδικού στοιχείου που προσδίδει κάποιο κοινωνικό status, στην κατά τα άλλα απολύτως αδιάφορη ύπαρξή του, γίνεται η απαρχή και της δικής του απώλειας...

Με το να απεικονίζει κωμικά ο συγγραφέας, το απάνθρωπο κοινωνικό περιβάλλον, δημιουργεί μια πιο ανθρώπινη εικόνα για το θύμα του, τον παραδοσιακό ήρωα-δημόσιο υπάλληλο. Έτσι ο Γκόγκολ, έλυσε ένα πρόβλημα που απασχολούσε εκείνη την περίοδο, ολόκληρη τη ρωσική λογοτεχνία, στρέφοντας την προσοχή και την κριτική, στο κοινωνικό περίβλημα των μεμονωμένων ατόμων. Η ιδέα του κοινωνικού περιβάλλοντος, ως συνιστώσας διαμόρφωσης της ζωής των ανθρώπων, υπήρξε σημαντική στην εξέλιξη της κοσμοθεωρίας και του σπουδαίου Ρώσου κριτικού, Μπιελίνσκι. 

Ωστόσο, παρά τον αμείλικτο τρόπο με τον οποίο καυτηρίαζε την κρατική και την εκκλησιαστική εξουσία ο Γκόγκολ, το έτος 1847, αποφασίζει να κάνει μια στροφή στις αρχές του, στην προσπάθειά του να αποδείξει, πως τόσο ως άνθρωπος όσο και ως καλλιτέχνης, έχει τη δυνατότητα να υποδείξει το σωστό δρόμο, για την εξίψωση της Ρωσίας, εκδίδοντας μια συλλογή κειμένων που εξυμνούσαν τη συντηρητική εκκλησία, αλλά και την κρατική εξουσία. 

Ακολουθώντας αυτή τη διαδρομή στη δύση του βίου του, αρχίζει να χάνει πολλούς από τους πρώην υποστηρικτές και θαυμαστές του, με πρώτο και κύριο το Μπιελίνσκι, που τον αποκαλεί 'ευαγγελιστή του κνούτου και απολογητή του σκοταδισμού και της πιο μαύρης καταπίεσης'. Πολλοί αλλοτινοί θαυμαστές του, τον οδηγούν τότε στην απομόνωση. Κάποια στιγμή, ο Γκόγκολ, πέφτει στην επιρροή ενός σαδιστή ιερωμένου, ο οποίος τον πείθει ότι το καλλιτεχνικό του έργο ήταν αμαρτωλό και τον ωθεί να το κάψει. Ο Γκόγκολ, καταλήγει να κάψει το μεγαλύτερο μέρος από τα χειρόγραφα του δεύτερου τόμου των 'Νεκρών Ψυχών'.

''...ένα πλάσμα που υπέμενε αγόγγυστα τις κοροιδίες του γραφείου και που πήγε στον τάφο του, χωρίς να έχει κάνει κάτι το σπουδαίο, για το οποίο όμως, παρόλα αυτά, αν και στο τέλος εμφανίστηκε στη ζωή του ένας φωτεινός επισκέπτης με τη μορφή ενός παλτού, που ζωντάνεψε για μια στιγμή τη φτωχική του ύπαρξη, ένα πλάσμα στο οποίο κατόπιν έπεσε αδυσώπητη η δυστυχία, με τον τρόπο που επιτίθεται  στους τσάρους και στους ηγεμόνες του κόσμου τούτου...''





Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!