Μίρτσεα Καρταρέσκου: Νοσταλγία, εκδόσεις Καστανιώτη
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Το πλέον καλτ μυθιστόρημα του Ρουμάνου Mircea Cartarescu, της πιο ανατρεπτικής φωνής στα ρουμάνικα λογοτεχνικά δρώμενα, είναι αυτό της Νοσταλγίας. Η Νοσταλγία, συνιστά ένα αριστούργημα των γραμμάτων, χωρίς καμία υπερβολή να εμπεριέχεται στην κρίση αυτή. Αξίζει να αναφερθεί για το έργο αυτό, ότι το 1989 παραμονές της κατάρρευσης του καθεστώτος, οπότε και επρόκειτο να εκδοθεί ως ενιαίο βιβλίο, ο εκδότης άλλαξε τον τίτλο σε "'Ονειρο", δεδομένου ότι είχε μόλις εμφανιστεί στο Βουκουρέστι η από το 1983 ταινία του Ταρκόφσκι "Νοσταλγία" και δεν ήταν επιθυμητή οποιαδήποτε σύγκριση, παρά το ότι δεν υπάρχει καμία. Η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο βιβλίο είναι πράγματι ονειρική.
H συρραφή πέντε ξεχωριστών διηγημάτων σε μορφή νουβέλας, με μία αισθητική που παραπέμπει σε μεταφυσική τελετουργία με νεο-νουάρ πινελιές, θα μπορούσε άνετα να αποτελεί σκηνικό ταινίας του Leos Carax...Στην κομμουνιστική Ρουμανία, μεταξύ ονείρου, μαγείας και πραγματικότητας, συναντώνται οι ζωές ενός ταλαίπωρου άστεγου ρουλετίστα που ξεφεύγει από το θάνατο ως δια μαγείας, φτάνοντας να μετατραπεί σε είδωλο αιμοδιψών θεατών, ενός εφήβου μεσσία που χάνει τις δυνάμεις του όταν ερωτεύεται, ενός ερωτευμένου ζευγαριού που μεταπηδά ο ένας μέσα στην ψυχή και το σώμα του άλλου (μια ιστορία που δεν ανιχνεύει τα όρια της νεανικής οργής όπως λανθασμένα αναφέρει το οπισθόφυλλο των εκδόσεων, αλλά περισσότερο αποτελεί ανίχνευση των ορίων των φύλων και της σεξουαλικότητας), μίας ώριμης γυναίκας που σχετίζεται με έναν φοιτητή και αναπολεί τα παιδικά της χρόνια και τέλος ενός αρχιτέκτονα, ο οποίος παθιασμένος από το μουσικό ήχο της κόρνας του, μεταβάλλει το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο που τον περιβάλλει με συνέπειες απρόσμενες.
Ο συμβολισμός και ο μύθος προσφέρονται αφειδώς στους αναγνώστες του Cartarescu, ο οποίος μέσα από μαιανδρικού τύπου περιγραφές, που συχνά δεν επιστρέφουν στο σημείο εκκίνησης ώστε να ολοκληρωθεί ο "μύθος", αλλά ακολουθούν αυτόνομη αφηγηματική πορεία, φτιάχνει μία ασπρόμαυρη καρτ-ποστάλ της μεταπολεμικής Ρουμανίας, με σημαίνοντα και σημαινόμενα να μεταβάλλονται διαρκώς. Ο Cartarescu, αναφέρει μέσα στο βιβλίο του αυτό σε κάποιο σημείο, ότι γνωρίζει πως κάθε φορά που θα αναφέρεται σε ένα όνειρο και την ερμηνεία του, αναπόφευκτα θα χάνει και έναν αναγνώστη. Δεν είναι αλήθεια όμως αυτή η πεποίθηση. Γιατί ο τρόπος που χρησιμοποιεί τα όνειρα, χρωματίζουν την πραγματικότητα ενός πίνακα που θα συναντούσε κανείς σε γκαλερί με μετα-μοντέρνα έργα τέχνης. Τελικά, οι ονειρικές περιγραφές από τις οποίες χάνεται συχνά το εφαλτήριο, είναι σκόπιμες. Ολοκληρώνοντας κανείς και τα πέντε διηγήματα, αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που επιδιώκει να "μεταγγίσει" ο συγγραφέας στους αναγνώστες ως μία ρευστή κατάσταση. Τα όνειρα τότε γίνονται η μόνη χειροπιαστή οδός του Cartarescu προς τη ρευστότητα που μας περιβάλλει. Και αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό. Η μετάφραση είναι αξιόλογη, και τα αρκετά λαθάκια επιμέλειας που συναντά κανείς μέσα στο βιβλίο, δεν "αποκαθηλώνουν" ούτε λεπτό τη "Νοσταλγία" του Mircea Cartarescu από τη θέση του αριστουργήματος, έναν όρο που δεν πρέπει και δε χρησιμοποιώ συχνά. Με τον τρόπο του Cartarescu, εισάγονται οι αναγνώστες σε ένα ονειρικό τοπίο, μετατρεπόμενοι σε ένα ποτάμι παρατηρητών από εύπλαστο σχεδόν υλικό, άθελά τους.