Μαξ Μπλέχερ: Περιστατικά στο Εγγύς Εξωπραγματικό, Εκδόσεις Loggia

2025-07-28

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Ο Μαξ Μπλέχερ, γεννήθηκε το 1909 στη Ρουμανία και απεβίωσε το 1938 εξαιτίας της φρικτής ασθένειας φυματίωσης των οστών που τον ταλαιπώρησε από τα δεκαεννιά του χρόνια, καθηλώνοντάς τον, μετατρέποντάς τον σε μόνιμο ασθενή - έγκλειστο σε σανατόρια. Λέγεται ότι το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν στάθηκε καταλυτικό για τη γραφή του Μπλέχερ, αφού θα μπορούσε σε αυτό να βρει ως alter ego του τον Χανς Κάστορπ. 

Σύμφωνα με άλλους ο Μαξ Μπλέχερ υπήρξε ο Ρουμάνος Κάφκα...

Ωστόσο διαβάζοντάς τον η προσωπική αίσθηση που μου γεννήθηκε είναι αρκετά πιο σύνθετη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπλέχερ κέρδισε τον κριτικό έπαινο του Ιονέσκο. Ο Ιονέσκο εκπροσώπησε το θέατρο του παραλόγου, και η γραφή του Μπλέχερ είναι ακριβώς αυτό. Ένας επιδέξιος χορός πάνω στο παράλογο και το λογικό. Κάθε στιγμή που ο επιδέξιος συγγραφέας - ακροβάτης στέκεται πάνω στο τεντωμένο σχοινί που διαχωρίζει τη λογική από τον παραλογισμό διαβάζουμε με κομμένη την ανάσα μην τυχόν και από ένα μικρό παραπάτημα μας ρίξει μαζί του στην πεζή πραγματικότητα που μοιάζει να θέλει να μας καταβροχθίσει...

Αυτού του είδους τον παραλογισμό δεν τον συναντάμε ούτε στον Κάφκα. Κατανοώ την παρομοίωση ως προς τη φύση των υπαρξιακών προβληματισμών αλλά εδώ συμβαίνουν άλλα πράγματα πρωτόγνωρα στο λογοτεχνικό πεδίο. Εδώ στήνεται ένας ολόκληρος θίασος από μαριονέτες που μιμούνται την ίδια τη ζωή. Με τον θίασο αυτό ο συγγραφέας δείχνει να τα πηγαίνει πολύ καλύτερα από ό,τι με την ίδια τη ζωή. Ο Μπλέχερ προτιμά τις αναπαραστάσεις και τις απομιμήσεις σε σχέση με την ίδια τη ζωή, που τον τρομάζει λόγω της ακατανόητης για αυτόν, πεζής της φύσης. Τα σύμβολα μπορούν να είναι πολλά παραπάνω από ό,τι η ίδια η ζωή παραπέμποντάς μας στο σύστημα αισθητικής του Χέγκελ και τη θεωρία του για τη συμβολική τέχνη.  Καταλήγει έτσι στην υπέρτατη διαπίστωση ότι η ζωή μιμείται την τέχνη, σαν δάνειο από Πανοπτικό όπου ξαναβρίσκονται συγκεντρωμένες όλες οι σκόρπιες νοσταλγίες. Έχει τόση αποστροφή για τον ρεαλισμό που μας φέρνει στο μυαλό το 'Ανάστροφα' του Huysmans και τη θρυλική σκηνή με τη χελώνα που περιφέρεται μέσα στο αριστοκρατικό σαλόνι ντυμένη με διαμάντια και κοσμήματα σε μια προσπάθεια υπέρβασης της ταυτότητάς αλλά και της φύσης της, κάνοντάς την να δείχνει πιο ασορτί με τον περιβάλλοντα χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις αυτή η θεατρικότητα σκοπεύει να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πεζό, ανιαρό και  χρονικά προδιαγεγραμμένο ντετερμινισμό καθημερινών ενεργειών που διαιωνίζουν την ανώνυμη ασημαντότητά μας.  Θα μπορούσε αυτή η φοβία να αναλυθεί και σαν συνέπεια ενός ξεπλυμένου από τον αστικό τρόπο ζωής νου, αποστερημένου από την επαφή με τη φύση.

Ο Μαξ Μπλέχερ, με αφορμή απλά περιστατικά, μας οδηγεί χέρι-χέρι στο σύστημα φιλοσοφίας του, μέσα από ατάκτως ερριμμένες  σκηνές, σαν άλλος Μπαρνταμού του Σελίν. Μάλιστα είναι τόσο αιρετικός και απροκάλυπτος όσο ο Σελίν. Η ειρωνεία του ξεχειλίζει σε βαθμό βιτριολικό, καθώς μας εξιστορεί την ύπαρξή του μέσα από αλληλουχίες τυχαίων γεγονότων που στάθηκαν κομβικά στη διαμόρφωσή του, και ενώ καθένα από αυτά πυροδοτούσε το επόμενο, κάπως σαν τους στίχους του ''alla fiera dell'est'' του Angelo Branduardi.

O κόσμος του Μπλέχερ είναι ένα μουσείο ψευδαισθήσεων, όπου οι αναπαραστάσεις έχουν πάρει τη θέση της αληθινής ζωής. Άλλωστε ποιος μπορεί να ξεχωρίσει τί είναι αληθινό και τί όχι;

...''Μέσα στην καθολική αυτή αναπαράσταση διέκρινα ωστόσο επιμέρους πιο εκπληκτικά θεάματα, που με ήλκυαν ιδιαίτερα χάρις στο στοιχείο του τεχνητού που ενείχαν, αλλά και επειδή οι ηθοποιοί που υποδύοντο τους διάφορους ρόλους έμοιαζαν πράγματι να αντιλαμβάνονται ότι το νόημα του κόσμου ήταν η ψευδαίσθηση. Εκείνοι και μόνο γνώριζαν ότι, σε έναν κόσμο του θεάματος και της σκηνοθεσίας, η ζωή πρέπει να αναπαρίσταται απατηλά και διακοσμητικά. Τέτοια θεάματα ήταν ο κινηματογράφος και το πανοπτικόν...''

Δεν έχω ξαναπιάσει τον εαυτό μου με κανένα άλλο βιβλίο να διαβάζει τα κεφάλαιά του με παύσεις ολιγόλεπτες ανάμεσά τους (ώστε να μπορέσω να χωνέψω τα νοήματα) και αγχωμένη να θέλω να ξεκινήσω ξανά το επόμενο κεφάλαιο από φόβο μην τυχόν και μου συμβεί κάτι και δεν προλάβω να το έχω ολοκληρώσει. Δεν είναι τόσο τα νοήματα που περιέχονται στο βιβλίο αυτό, τα οποία είναι εύληπτα και συνεχή, όσο τα σκηνικά που στήνει ο Μπλέχερ τα οποία εκκινούν από αληθινά περιστατικά και στην πορεία συνυπάρχουν με τον κόσμο του ονείρου ώστε γίνονται αδιαχώριστα. Είναι βέβαιο ότι ο ονειρικός κόσμος του Μαξ Μπλέχερ δάνεισε στοιχεία και στον σύγχρονο Μίρτσεα Καρταρέσκου.

Ο κόσμος του συγγραφέα και ειδικότερα τα περιστατικά μέσα από τα οποία μας ξεδιπλώνει το νήμα της σκέψης του, είναι πάντα χώροι αναπαραστάσεων. Αν τυχόν η σκηνή δεν τοποθετείται σε χώρο θεάματος, ο συγγραφέας ασφυκτιά τόσο πολύ που την ασφυξία αυτή τη μεταδίδει και στους αναγνώστες του και θέλουμε να προχωρήσουν οι γραμμές και να φύγουμε από εκεί να ξαναμπούμε θεατές σε κάποια σκηνή ή ακόμα και πρωταγωνιστές. Είτε βρισκόμαστε μέσα σε κάποιο πανοπτικό (τύπος φυλακής -κτιρίου που σχεδιάστηκε από τον Μπένθαμ, αλλά ακριβώς λόγω του σχήματός του χρησιμοποιήθηκε σαν όρος και για το θέατρο), είτε σε κινηματογραφική αίθουσα, είτε σε υπαίθριο θέαμα, ή ακόμα και τσίρκο σαν πρωταγωνιστές στο la strada του Φελλίνι, ή σε ταινία του Λεός Καράξ...

...''Όλη η δική μου ζωή, η ζωή αυτού που με σάρκα και οστά στεκόταν πίσω από τη βιτρίνα, φάνηκε ξαφνικά αδιάφορη και άνευ σημασίας, όπως ακριβώς το υπαρκτό άτομο έξω από το γυαλί έβρισκε παράλογες τις περιπλανήσεις του φωτογραφικού του εγώ σε άγνωστες πόλεις.

Με τον ίδιο τρόπο που το κάδρο το οποίο με απεικόνιζε μετακινείτο από τόπο σε τόπο ατενίζοντας μέσα από το βρόμικο, σκονισμένο τζάμι κάθε τόσο μια καινούργια θέα, έτσι κι εγώ, από τη δώθε πλευρά του γυαλιού, περιέφερα τον χαρακτήρα που μόνιμα υποδυόμουν σε διάφορα μέρη, βλέποντας πάντα καινούργια πράγματα χωρίς ποτέ να τα καταλαβαίνω. Το ότι ήμουν σε κίνηση, το ότι ζούσα, δεν μπορούσε να είναι παρά εντελώς τυχαίο, ένα ασήμαντο περιστατικό χωρίς κανένα νόημα, διότι όπως υπήρχα από την εδώ πλευρά της βιτρίνας, κάλλιστα μπορούσα να υπάρχω και πέραν αυτής, με την ίδια χλωμή όψη, τα ίδια μάτια, τα ίδια ξεθωριασμένα μαλλιά, χαρακτηριστικά τα οποία συγκεντρωμένα στον καθρέφτη συγκροτούσαν ένα ασταθές, αλλόκοτο σχήμα, δύσκολο να κατανοηθεί. 

Έφταναν λοιπόν σε εμένα, από τον έξω κόσμο, διάφορες προειδοποιήσεις, με στόχο να με ακινητοποιήσουν, να με θέσουν εκτός της καθημερινής κατανόησης των πραγμάτων. Με άφηναν άναυδο, με κάρφωναν επιτόπου και σε μία μοναδική στιγμή έβλεπα τα πάντα σε χαώδη κατάσταση, λες και καθώς μια φανφάρα έπαιζε στη διαπασών κι εγώ κρατούσα βουλωμένα τ' αυτιά μου, κατέβαζα για λίγο τα χέρια μου και τότε εισέπραττα όλη εκείνη τη μουσική ως σκέτο θόρυβο.

Από όλα τα συγκλονιστικά αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει μέσα στο βιβλίο θα σταθώ σε ακόμα ένα, που δεν είναι άλλο από το διάλογο του συγγραφέα με τον γνωστό του ¨Όζι.

...''Ερχόμουν να δω τον Όζι όπως τα σκυλιά που μπαίνουν σε ξένες αυλές όταν βρίσκουν καμιά πόρτα ανοικτή και κανένας δεν τα διώχνει. Με τραβούσε ιδιαίτερα ένα περίεργο παιχνίδι που παίζαμε, δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας και υπό ποιες συνθήκες το είχε επινοήσει. Το παιχνίδι συνίστατο σε φανταστικούς διαλόγους, οι οποίοι έπρεπε να εκφέρονται με τη μεγίστη δυνατή σοβαρότητα. Έπρεπε επίσης να μένουμε ατάραχοι μέχρι τέλους και επ' ουδενί λόγω να μην αποκαλύψουμε ο ένας στον άλλον το ανυπόστατο των θεμάτων για τα οποία μιλούσαμε.

Με το που έμπαινα λοιπόν ο Όζι μου έλεγε με φωνή απόλυτα ξερή, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα του από το βιβλίο:

-"Η ασπιρίνη που πήρα χθες το βράδυ για να ιδρώσω μου προκάλεσε τρομερό βήχα. Μέχρι το πρωί στριφογυρνούσα άυπνος στο κρεβάτι. Επιτέλους πριν λίγο ήρθε η Ματθίλδη (δεν υπήρχε καμία Ματθίλδη) και μου έκανε εντριβή".

Ο παραλογισμός και η ανοησία των πραγμάτων που κατέβαζε  ο Όζι με κοπανούσαν στο κούτελο σαν βαριά σφυριά. Ταίριαζε ίσως να φύγω αμέσως από κει μέσα, αλλά η μικρή δόση απόλαυσης να σταθώ στο ίδιο επίπεδο κατωτερότητας με αυτόν με έκανε να του απαντάω σε παρόμοιο τόνο. Νομίζω άλλωστε ότι αυτός ήταν  ο κρυφός κανόνας του παιχνιδιού μας.

-¨Μα να, είμαι κι εγώ κρυωμένος", του έλεγα (είχαμε Ιούλιο μήνα), "και ο γιατρός Καραμφίλ (υπαρκτός) μου έγραψε μιαν αγωγή. Κρίμα όμως που τον γιατρό...ξέρεις, σήμερα κιόλας, πρωί πρωί, τον συλλάβανε"...

Ο Μαξ Μπλέχερ είναι τόσο αιρετικός που σκηνοθετεί από μόνος του τη ζωή. Δε δέχεται του αόριστους νόμους του καθημερινού βίου και γίνεται σκηνοθέτης της ζωής του, πιθανώς σαν μια ύστατη προσπάθεια να υπερβεί την ασθένεια που τον καθήλωσε από δεκαεννιά ετών. 

Το έργο του Μπλέχερ ακριβώς επειδή σε αυτό πρωτοστατεί ο παραλογισμός, είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.



Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!