Μαρσέλ Αιμέ: Ο Δρόμος Χωρίς Όνομα, Εκδόσεις Αστάρτη

Έχοντας ξεκινήσει με τον τοιχοδιαπεραστή, τον νάνο και άλλες ιστορίες (βιβλίο εξαντλημένο στον εκδότη που μου δάνεισε η φίλη Βάσω), δεν άργησα να εντάξω τον Μαρσέλ Αιμέ στους δύο πιο αγαπημένους μου συγγραφείς. Το συγκεκριμένο βιβλίο από το οποίο έχουν απομείνει ελάχιστα αντίτυπα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αστάρτη, και είναι ένα ψυχογράφημα της ανθρωπογεωγραφίας μιας λαϊκής και φτωχής συνοικίας, ανθρώπων που κατοικούν σε έναν δρόμο που δεν έχει όνομα.
Τη ρουτινιάρικη γραμμική καθημερινότητα των κατοίκων του δρόμου χωρίς όνομα έρχεται να ταράξει η όμορφη παρουσία της κόρης του Φινόκλ, παλιού γνωστού του Μεούλ οι απατεωνιές των οποίων τους αναγκάζουν να κρύβονται. Ο Μεούλ φιλοξενεί τον Φινόκλ και την κόρη του και τότε ξεκινάει μια νέα σελίδα στην καθημερινότητα της γειτονιάς. Η κόρη του Φινόκλ γίνεται το μήλον της έριδος και το επίκεντρο της προσοχής. Η ομορφιά της νεαρής κοπέλας αποκτά υπερβατική διάσταση και συμβολίζει την άλλη πλευρά του νομίσματος που οι κάτοικοι του δρόμου χωρίς όνομα, δεν έχουν δει ποτέ. Για τον λόγο αυτό, η ομορφιά της νέας γυναίκας γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, ζήλιας, ένα άπιαστο όνειρο που στέκεται εκεί και θυμίζει όλα όσα δεν έχουν οι υπόλοιποι.
Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ την ταινία Μαλένα του Τζουζέπε Τορνατόρε καθώς διάβαζα το συγκεκριμένο βιβλίο...
Ο Μαρσέλ Αιμέ φημίζεται για το καυστικό χιούμορ του, τις ιστορίες - χρονογραφήματά του που τσακίζουν τα κόκαλα με εναλλαγές ακραίου χιούμορ και θλίψης. Το χιούμορ του, του κόστισε διαρκείς παρεξηγήσεις τόσο επαγγελματικά όσο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Το χαρακτηριστικό λαιτμοτίφ σε όλες του τις ιστορίες είναι οι κοινωνικές σχέσεις.
''...Ο Φινόκλ, τις ώρες που δούλευε στο ξυλουργείο, έφτιαχνε με το μυαλό του, τρυφερές προτάσεις με λέξεις γλυκές και απλές, απαλές σαν χάδι που θα φανέρωναν όλη την αγάπη που πλημμύριζε την καρδιά του. Όταν περπατούσε στον δρόμο, πολλές φορές κοντοστεκόταν κάτω από τα παράθυρα για ν'αφουγκραστεί καλύτερα τα λόγια αγάπης που έλεγαν οι μανάδες στα μωρά τους ξεσπώντας σε παθιασμένες ονοματοποιίες κι ένιωθε έναν πόνο σχεδόν σωματικό καθώς αναλογιζόταν όλες τις χαρές που δεν έβρισκαν πια καμιά απήχηση στην καρδιά του. Το βράδυ όταν ξανάβρισκε την κόρη του, μετά από πολλές ώρες απουσίας κατά τις οποίες είχε προετοιμαστεί να εκφράσει την πατρική του αγάπη, δεν κατόρθωνε παρά να τη ρωτήσει αν ο τσαγκάρης είχε διορθώσει τα παπούτσια του, ή να της δώσει καμιά συμβουλή, με φωνή στεγνή, σχεδόν επιτακτική...''