Mari Ndiaye: Η εκδίκηση είναι δική μου, εκδόσεις Πόλις
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
H Μαρί Ντιάγιε, γνωστή στο ευρύ κοινό από το έργο της "Trois femmes puissantes", που την έκανε να κερδίσει το βραβείο Goncourt το 2009, συστήνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, με το μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα. ¨Η Εκδίκηση είναι δική μου¨, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Η θεματική του τελευταίου μυθιστορήματος της Ντιάγιε, εκ πρώτης όψεως αφορά την ανάθεση μιας φρικιαστικής υπόθεσης παιδοκτονίας στη δικηγόρο την κυρία Σιζάν, της οποίας το μικρό όνομα δε μαθαίνουμε ποτέ μέχρι το τέλος της πλοκής. Ωστόσο, παρά το ότι φαινομενικά ο αναγνώστης προετοιμάζεται ότι θα γίνει μάρτυρας μίας δικαστικής υπόθεσης που έχει συνταράξει την κοινή γνώμη, η κεντρική ιδέα του βιβλίου αφορά απρόσκοπτα σχεδόν την ψυχολογική ενατένιση των ηρώων και ειδικότερα της κυρίας Σιζάν.
Πρόκειται για μία πρόζα που χρησιμοποιεί με μεγάλη δεξιοτεχνία τη λογική των αντανακλάσεων, σαν η εμφάνιση των χαρακτήρων να προκύπτει μέσα από αντικριστούς καθρέφτες, όπου τα είδωλα των ηρώων εμφανίζονται πολλαπλασιασμένα και διφορούμενα.Η δικηγόρος η κυρία Σιζάν, η οικιακή βοηθός του σπιτιού η Σαρόν (μία γυναίκα με καταγωγή από το Μαυρίκιο, η οποία δε διαθέτει τα απαιτούμενα χαρτιά παραμονής της στη Γαλλία και την οποία επιθυμεί να βοηθήσει η κυρία Σιζάν), ο κύριος Πρενσιπό που ζητά τη βοήθεια της δικηγόρου κυρίας Σιζάν για την υποστήριξη στο δικαστήριο της συζύγου του Μαρλίν, η οποία δολοφόνησε τα τρία τους παιδιά, οι γονείς της κυρίας Σιζάν, το οικογενειακό περιβάλλον της Σαρόν στο Μαυρίκιο, ο Ρουντί ο επιστήθιος φίλος και πρώην εραστής της κυρίας Σιζάν και η κόρη του Λίλα, αποτελούν το σύνολο των χαρακτήρων του βιβλίου αυτού.
Εντύπωση προκαλεί στην κλιμακωτής έντασης θριλερική αφήγηση της Ντιάγιε, το όνομα του κυρίου Πρινσιπό, που μεταφρασμένο στα ελληνικά σημαίνει τις αξίες, τις αρχές σε πληθυντικό αριθμό. Αναπόφευκτα, καθόλη την ανάγνωση του ¨Η εκδίκηση είναι δική μου¨, ο αναγνώστης που γνωρίζει γαλλικά, αδυνατεί να μην εκλάβει το όνομα του Πρινσιπό ως μία πολύ πιο σύνθετη εννοιολογική προσέγγιση στην αφήγηση της Ντιάγιε, και όχι σαν ένα απλό όνομα.Ο Πρινσιπό σχεδόν είναι απρόσωπος, η υπόστασή του δε γίνεται ποτέ αληθινά ορατή, σα χαρακτήρας κινείται μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού, λειτουργεί μάλλον ως σημείο αναφοράς του νοητικού και ψυχολογικού υπόβαθρου αφενός της κυρίας Σιζάν, αφετέρου της σκοτεινής και εγκληματία Μαρλίν.
Λειτουργεί δηλαδή με τον ίδιο αόρατο τρόπο που θα ενεργούσε δυνητικά επί όλων των υποκειμένων, ένα σύστημα κανόνων και ένα ιδεατό αξιακό πλαίσιο, το οποίο είναι ικανό να καθορίζει ανθρώπινες ζωές, μέχρι το σημείο εκείνο που θα καθιστούσε εφικτή τη σύγχυση της εικόνας που έχουν τα ίδια τα υποκείμενα για τον εαυτό τους, τη θολή ασαφή αίσθηση του αληθινού εγώ, που καταλήγει να αλλοιώνεται και να αποδυναμώνεται μέσα από αντικρουόμενες ιδεοληψίες.
Η δράση του μυθιστορήματος, τοποθετείται χωροταξικά στο Μπορντώ, μία εμβληματική γαλλική επαρχιακή πόλη, άκρως συνδεδεμένη-μεταξύ άλλων-, με το αμαρτωλό παρελθόν δουλεμπορίας για το οποίο κάποτε έγινε γνωστή. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στη συγκεκριμένη πόλη άλλωστε, καθώς κατά τη διάρκεια της μυστηριακής κατάδυσης της κυρίας Σιζάν στα άδυτα των αναμνήσεών της, παρακολουθούμε την ενασχόλησή της με την υπόθεση ενός πελάτη της, ο ποίος επιθυμεί να αλλάξει το όνομά του, γιατί όπως υποστηρίζει ανακάλυψε ότι συνδέεται με κάποια οικογένεια δουλεμπόρων που κατάγονταν από το Μπορντώ. Ο ίδιος αυτός πελάτης της κυρίας Σιζάν, που δεν αποτελεί κομμάτι της κύριας αφήγησης της Ντιάγιε, πιθανώς να επιθυμεί να ευθυγραμμιστεί με τον κώδικα αξιών (principaux), που θέτει η λογική της πολιτικής ορθότητας, η ανάγκη διαφυγής από ένα ενοχικό παρελθόν, το οποίο υπενθυμίζεται από τη διαιώνιση ενός ονόματος.
Τα ονόματα άλλωστε παίζουν μεγάλο ρόλο στον αληθινό κόσμο της Ντιάγιε. Η ίδια παραδέχεται ότι δεν ένιωσε ποτέ να ταυτίζεται με το μικρό της όνομα, το όνομα Μαρί. Αδυνατούσε να προσδιοριστεί από την κοινοτοπία του ονόματός της, με τον ίδιο τρόπο που θα ασφυκτιούσε μέσα στο προδιαγεγραμμένο πλαίσιο μίας συνηθισμένης οικογενειακής ζωής. Η Ντιάγιε γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λουαρέ της Γαλλίας, από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Σενεγαλέζο. Ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία με προορισμό την Αφρική. Η Ντιάγιε δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα της. H απουσία αυτή είναι εμφανής στη γραφή της, στην προσπάθεια αναζήτησης της ταυτότητας των ηρώων της, μέσα από αναμνήσεις, υποθέσεις και μαρτυρίες που ακροβατούν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Η γαλλική εξοχή επιλέγεται συχνά ως τόπος εξιστόρησης των έργων της Ντιάγιε. Η ίδια νιώθει τόσο γνώριμα και οικεία στο περιβάλλον της γαλλικής εξοχής, ώστε να εντάσσει και τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες της σε αυτό, με χαρακτηριστική άνεση.
Ποιος είναι όμως τελικά ο Ζιλ Πρενσιπό και τι αντιπροσωπεύει για την κυρία Σιζάν;Ο κύριος Πρενσιπό, απευθύνεται στην κυρία Σιζάν προκειμένου η τελευταία να αναλάβει την υπεράσπιση της συζύγου του Μαρλίν, που δολοφόνησε τα τρία τους παιδιά. Η κυρία Σιζάν δείχνει να θυμάται από το μακρινό παρελθόν της τον κύριο Πρενσιπό, όταν η μητέρα της ως εργαζόμενη σε διάφορα σπίτια, κάποτε επισκέπτεται και το σπίτι των Πρενσιπό μαζί με την κόρη της Σιζάν. Η Σιζάν θυμάται με δυσκολία εκείνο το απόγευμα που πέρασε στο δωμάτιο του δεκατετράχρονου τότε Πρενσιπό, ενώ οι ερωτήσεις που τίθενται αυτόματα στους αναγνώστες όσον αφορά το παρελθόν της κυρίας Σιζάν και το λόγο για τον οποίο τη στιγμάτισε όπως πιστεύει η ίδια καθοριστικά στη φιλοδοξία της για ένα πιο ελπιδοφόρο επαγγελματικά μέλλον, δεν απαντώνται ποτέ, ούτε στο τέλος της πλοκής.
Η συγγραφέας, πιστεύει ότι δεν είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίζεται το ψυχολογικό τοπίο των χαρακτήρων ενός μυθιστορήματος, ακριβώς επειδή και στη ζωή οι αναμνήσεις και το αποτύπωμα που αυτές αφήνουν στο είναι μας, δεν είναι απόλυτο και διαυγές αλλά ασαφές και ονειρικό. Σαν μια μορφή που ξεπροβάλλει μέσα από το νερό και οι κυματισμοί δεν επιτρέπουν ποτέ στο είδωλο να αποσαφηνιστεί, έτσι αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το ύφος γραφής της Μαρί Ντιάγιε. Μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, τα ερωτήματα που γεννώνται μένουν αναπάντητα και οι δρόμοι σκέψης που προβάλλονται, οδηγούν σε πολλά διαφορετικά μονοπάτια. Τα όνειρα άλλωστε στην πραγματικότητα, συνδέονται με έναν ακαθόριστο τρόπο με το διανοητικό μας υπόβαθρο, την κριτική μας ικανότητα και το γνωστικό μας πεδίο. Αυτή την απροσδιοριστία επιθυμεί να διατηρήσει η συγγραφέας αναλλοίωτη, στον τρόπο που μεταφέρει τα γεγονότα της αφήγησής της στους αναγνώστες της.
Υπάρχουν άραγε γεγονότα και ποια είναι αυτά; Το μοναδικό γεγονός για το οποίο είμαστε βέβαιοι είναι αυτό της αποτρόπαιης δολοφονίας τριών παιδιών από την ίδια τους τη μητέρα. Η παιδοκτόνος μάνα, παρουσιάζεται σύμφωνα με τις απόψεις της μητέρας της και των αδερφών της, ως μια πολλά υποσχόμενη καθηγήτρια, που εγκλωβίστηκε στο ρόλο της μητέρας και συζύγου χωρίς να μπορεί να αποδράσει από το πνιγηρό περιβάλλον μίας ρουτινιάρικης ζωής. Παγιδευμένη στο ρόλο της μητρότητας, προσπαθεί να αποδείξει την ανωτερότητα της επιλογής της, αντιμετωπίζοντας το ρόλο της μητρότητας με μια προσέγγιση πρωταθλητισμού. Ελπίζει ότι ο σύζυγός της που αδιαφορεί για το συναδελφικό της περιβάλλον και αντιμετωπίζει τα παιδιά ως πηγή κούρασης στην πολύπλοκη καθημερινότητά του, θα τη δει διαφορετικά αν αναγάγει το ρόλο της μητέρας σε αυτόν μιας πρωταθλήτριας άξιας παρασημοφόρησης. H Μαρλίν Πρενσιπό, προσπαθεί να ανταποκριθεί στις αρχές (Principaux) μίας άψογης μητέρας που θα κέρδιζε το θαυμασμό και την επιβράβευση του συζύγου και του ευρύτερου περιβάλλοντός της. Ακόμα και η αποτρόπαια και ανατριχιαστική πράξη τη δολοφονίας των τριών παιδιών της Μαρλίν Πρενσιπό, φαίνεται να προκύπτει σαν συνέπεια ενός αναπόδραστου πατριαρχικού μοτίβου που μετατρέπεται στη βαθύτερη αιτία της τραγωδίας. Το πατριαρχικό προφίλ το ασπάζεται απόλυτα ο Ζιλ Πρενσιπό, ενώ η παιδοκτόνος Μαρλίν επιδιώκει να μη διαιωνιστεί, κάνοντας την κόρη της να αποφύγει το μέλλον μίας υπάκουης συζύγου και τους γιους της την προοπτική πατριαρχικών αρσενικών.Η κυρία Σιζάν, η δικηγόρος, που κατορθώνει όπως και ο πρώην εραστής της και νυν επιστήθιος φίλος της ο Ρουντί, να ξεφύγουν από το πρότερο μικροαστικό παρελθόν τους, και να ανοίξουν ένα δικηγορικό γραφείο σε μια περιοχή κοινωνικά πιο αναβαθμισμένη, μοιράζονται ένα κοινό προλεταριακό παρελθόν που αποτελεί το συνδετικό κρίκο που τους κρατά ενωμένους. Η Λίλα η κόρη του Ρουντί από άλλη γυναίκα με την οποία δεν είναι πια μαζί, αποκτά μία τέτοιας μορφής οικειότητα με τη Σιζάν και το περιβάλλον της, χωρίς ποτέ ωστόσο να διευκρινίζεται για ποιο λόγο η κυρία Σιζάν αντιμετωπίζεται ως η δεύτερη μητέρα της μικρής Λίλα.
Σε όλο το φόντο της εξιστόρησης της Ντιάγιε, τίθεται ένα αγωνιώδες ερώτημα του οποίου την απάντηση οραματιζόμαστε να λάβουμε καθώς η πλοκή εξελίσσεται. Παρόλα αυτά, η κάθαρση δεν έρχεται ποτέ. Το αγωνιώδες ερώτημα παραμένει: "Ποιος είναι για εμένα ο Ζιλ Πρενσιπό;¨αναρωτιέται η κυρία Σιζάν, προσπαθώντας να θυμηθεί εκείνο το απόγευμα του πολύ μακρινού παρελθόντος, που πέρασε στο δωμάτιο του Ζιλ Πρενσιπό και που καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο θα επιθυμούσε να διαμορφώσει το μέλλον της...Όμως αφού ήταν τόσο καθοριστικό για τη ζωή της, γιατί παραμένει μια θολή ανάμνηση; Η μητέρα της προσπαθεί να θυμηθεί αν η οικογένεια την οποία είχε επισκεφτεί για εργασία εκείνο το απόγευμα έχοντας μαζί την κόρη της, ήταν η οικογένεια των Πρενσιπό. Μάταια προσπαθεί ωστόσο. Τα ονόματα τα οποία θυμάται δε μπορεί να διαβεβαιώσει ποτέ ότι ήταν όντως αυτά. Ο πατέρας της κυρίας Σιζάν, θεωρεί χωρίς να διαθέτει κανένα βάσιμο επιχείρημα, ότι εκείνο το απόγευμα στο δωμάτιο του (Πρενσιπό;), έκανε μόνο κακό στην κόρη του, παραμένοντας πιστός στο αδιάλλακτο προφίλ που ταιριάζει σε έναν πατέρα πατριάρχη, που αντιμετωπίζει την κόρη του σαν κτήμα του, που την περιβάλλει με θαυμασμό όταν η ίδια ανταποκρίνεται στα συμβατικά πρότυπα θηλυκότητας, και αποκτά επιτιμητικό ύφος όταν απέχει από αυτά (χαρακτηριστικά ο πατέρας της κυρίας Σιζάν που τόσο περήφανος είναι για την πλούσια κόμη της, απογοητεύεται όταν εκείνη κόβει τα μαλλιά της).
Αν κρίνουμε από το οικογενειακό περιβάλλον της κυρίας Σιζάν, οι γονείς της είναι δύο αυστηροί επικριτές, που την αγαπούν στο μέτρο που η κόρη τους επιβεβαιώνει τις προσδοκίες τους. Στο μέτρο που δεν τους απασχολεί με οποιοδήποτε προβληματισμό θα ήταν αδύναμοι να βρεθούν αντιμέτωποι. Η αγάπη των γονιών της κυρίας Σιζάν προς το παιδί τους είναι απαιτητική. Απαιτεί να διαπνέεται από μία αδιατάρακτη προβλεψιμότητα. Την αγαπούν τόσο πολύ, αναφέρεται σε κάποιο σημείο, που δε θα άντεχαν να της συμβεί κάτι. Συνεπώς δεν επιθυμούν να γνωρίζουν τίποτα απολύτως που θα τους στενοχωρούσε.Ίσως λοιπόν, στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον της κυρίας Πρενσιπό, να εντοπίζεται ένας αυστηρός κανονιστικός πυρήνας, ένα αξιακό σύμπαν (principaux), μέσα στο οποίο εγκλωβίζεται και το οποίο επισκιάζει την προσπάθεια αναζήτησης της προσωπικής της ταυτότητας. Συχνά αναρωτιέται τι βλέπει σε εκείνη η κυρία Σαρόν η οικονόμος του σπιτιού της; Γιατί δε μπορεί να την αγαπήσει, ενώ εκείνη επιδιώκει τόσο ανιδιοτελώς να τη βοηθήσει να εξασφαλίσει την παραμονή της στη Γαλλία; Η κυρία Σιζάν σχεδόν παλεύει να αποκτήσει μορφή, έστω και μέσα από τα μάτια τρίτων. Προσπαθεί να δανειστεί την όραση των άλλων για να μπορέσει να δει κι εκείνη τον εαυτό της, να αποκτήσει ακόμα μία δανεική μορφή.
Η Μαρί Ντιάγιε, επιτυγχάνει με μαγικό σχεδόν τρόπο, να ανακατεύει στοιχεία των χαρακτήρων από όλους τους ήρωες, ώστε πολύ συχνά να αναρωτηθεί ο αναγνώστης, αν θα μπορούσε καθένας από τους πρωταγωνιστές να ενυπάρχει εντός των άλλων. Το ονειρικό δυστοπικό λογοτεχνικό περιβάλλον στο οποίο μας εισάγει η συγγραφέας, παραμένει σκοπίμως αόριστο ως το τέλος. Η αποκάλυψη του χαρακτήρα των ηρώων στο νέο βιβλίο της Ντιάγιε, προκύπτει κατά κύριο λόγο, όχι μέσα από το πρίσμα των ίδιων των ηρώων, όσο από την εικόνα ατόμων του οικογενειακού τους περιβάλλοντος για εκείνα. Η παράμετρος αυτή είναι καθοριστική στο έργο της Ντιάγιε, γιατί επισημαίνει τη δυσκολία προσέγγισης της αληθινής μας εικόνας, που σχεδόν πάντα για να αποκαλυφθεί, οφείλουμε πρώτα να γκρεμίσουμε τα προσωπεία που προβάλλουν οι άλλοι επάνω σε εμάς και αυτά που συνηθίσαμε να προβάλλουμε εμείς στους εαυτούς μας, βλέποντάς μας μέσα από την οπτική τρίτων.Μέσα από τη γραφή της Ντιάγιε, φωτίζονται οι σκοτεινοί διάδρομοι της ψυχολογίας, τους οποίους καλούνται να διαβούν τα υποκείμενα που έχουν οπτικοποιήσει την ατομική τους εικόνα μέσα από εξωτερικά επιβεβλημένα άκαμπτα πρότυπα.Στο βιβλίο Ή εκδίκηση είναι δική μου¨, η συγγραφέας λειτουργεί σαν ανατόμος των πιο σκοτεινών συναισθημάτων της ανθρώπινης ψυχολογίας, φέρνοντας στην επιφάνεια ερωτήματα και προβληματισμούς στους οποίους δίνουμε συνήθως πρόχειρες απαντήσεις. Τοποθετεί τους αναγνώστες μπροστά σε ένα καλειδοσκόπιο, από όπου κάθε ξεχωριστό κομμάτι της ατομικής εικόνας, τοποθετημένο διαφορετικά (άρα ιδωμένο αλλιώς), θα δημιουργήσει ένα τελείως νέο αποτέλεσμα.Δύο γυναίκες που βιώνουν την απόλυτη απόρριψη από το πατριαρχικό περιβάλλον που τις περικυκλώνει, βαδίζουν με αστάθεια, σχεδόν άμορφες, απούσες από τα στοιχεία που καθορίζουν την ατομική τους ταυτότητα, στο συμπαγή και ολοκληρωτικό χώρο των απόλυτων ιδανικών, των αξιών και των προτύπων της εποχής τους.Την έκβαση της δίκης δε θα τη μάθουμε ποτέ, γιατί τη Μαρί Ντιάγιε την ενδιαφέρει να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες λοξοδρομούν, δεινοπαθούν, παραπατούν και πέφτουν οι ήρωές της στο αμετάκλητο χάος των ψυχολογικών τους συγκρούσεων. Δεν είναι ο στόχος της συγγραφέα να μας οδηγήσει σε κάποιο ξέφωτο όπου η κάθαρση είναι ορατή και χειροπιαστή.Με τον τίτλο του βιβλίου ¨Η εκδίκηση είναι δική μου¨, να προκύπτει από το Δευτερονόμιο όπως αποκαλύπτει η Μαρί Ντιάγιε, καλούνται οι αναγνώστες να αποφασίσουν τίνος τελικά είναι η εκδίκηση...