Mahi Binebine: Mon frère fantôme, editions Stock
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Ο Mahi Binebine, θα πρέπει να αναγνωριστεί ως ο πιο εύστοχος χρονικογράφος του Μαρόκου και ως ο πιο ρεαλιστής "κατασκευαστής χαρακτήρων".
Η "αρχιτεκτονική" πάνω στην οποία δομούνται οι ήρωές του, παραπέμπει αναντίρρητα σε αρχαιοελληνική τραγωδία. Οι πρωταγωνιστές της πρόζας του, δυσκολεύονται να ξεφύγουν από την τραγική μοίρα που επιφύλαξαν για αυτούς οι θεοί, ενώ η περιγραφή μη κεντρικών προσώπων εντός του φολκλορικού σκηνικού των πολύβουων στενών της Μεντίνα και των κατάμεστων και πολύχρωμων υπαίθριων παζαριών, ενέχει το ρόλου του "χορού", που σα σιωπηλός παρατηρητής, σέρνει το νήμα της ύπαρξης σαν τη ζωή που συνεχίζεται απρόσκοπτα, ακόμα και μετά από το πιο τραγικό συμβάν.
Δε θα εκπλαγεί κανένας από τους αναγνώστες του Mahi Binebine, με τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα με καταγωγή από το Μαρακές, ειδικά αν έχει διαβάσει και προηγούμενα έργα του, όπου η ανατομία της ανθρώπινης ψυχής γίνεται με το ίδιο κοφτερό "νυστέρι". Στο "Ο τρελός του βασιλιά", στο "Χαρράγκα, αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους", στο "Τα αστέρια του Σίντι Μουμεν", το χρονικό της προδιαγεγραμμένης πτώσης των ηρώων, γίνεται ένα αιχμηρό σχόλιο κατά της δομικής βίας, με τον ίδιο τρόπο που ο Pierre Bourdieu στη "Διάκριση", περιορίζει μέσα από αδιάσειστα επιχειρήματα την προοπτική κοινωνικής κινητικότητας των μελών που προέρχονται από χαμηλότερες κοινωνικά τάξεις.
Στο νέο έργο του Mahi Binebine, που ακόμα δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά όπως τα μυθιστορήματα που προανέφερα και τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Άγρα", παρακολουθούμε τη ζωή του Kamal, μέσα από την αφήγηση του φανταστικού εαυτού του. Η μετάφραση στα ελληνικά του "Mon frere fantome", σημαίνει αυτό ακριβώς, δηλαδή "ο φανταστικός (ανύπαρκτος) αδελφός μου". Πρόκειται για μια προσωπικότητα διπολική αναμφισβήτητα, τόσο που ο αναγνώστης ξεγελιέται κάποιες φορές ότι πρόκειται για δύο περσόνες, ενώ κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Η δυαδικότητα αυτή, εμφανίζεται πολύ συχνά και μέσα από τα έργα τέχνης που εκθέτει ο συγγραφέας και γλύπτης σε διάφορες εκθέσεις, σαν μια αποτύπωση των εσωτερικών συγκρούσεων των ατόμων στο εξωτερικό τους περίβλημα, με τόση αρτιότητα όση συναντά κανείς στην κλασική ελληνική τέχνη σύμφωνα και με την κατηγοριοποίηση που δίνει ο Hegel στην "Αισθητική" του.
Ο Kamal περνάει μεγάλο μέρος της πιο ευτυχισμένης περιόδου της ζωής του, σε ένα μοναστηριακού τύπου κατάλυμα, όπου έρχεται σε επαφή με αξίες ανθρωπιάς και μια μόρφωση, ικανή να κάνει την ήδη περήφανη για αυτόν μητέρα του τη Φατίμα ακόμα πιο περήφανη. Όλες τις ελπίδες να αλλάξει το πεπρωμένο της φτωχής οικογένειας, τις επωμίζεται ο Kamal που μέσα από τις συνεχείς διενέξεις του με τον φανταστικό εαυτό του, πασχίζει να μείνει συγκροτημένος, ακέραιος, ένας. Η μητέρα του Kamal κατ'επάγγελμα κεντά παραδοσιακές μπροντερί, η αδελφή του Kamal η Chama, όσο εκείνος διαμένει στο κατάλυμα "La Goutte de lait", ζει μαζί με τη μητέρα της και τον έτερο αδελφό τους τον Omar.
Ο Omar και η Chama, συνιστούν ακόμα ένα τραγικό μοντέλο δυαδικότητας, αφού η ζωή τους για αρκετά χρόνια χωρίζεται από εκείνη του Kamal και του "φαντάσματός" του. Η έξοδος του Kamal από το "μοναστηριακό" κατάλυμα, θα τον φέρει σε πιο στενή επαφή με τον υπόκοσμο του Omar, που διάγει έναν βίο σκοτεινό, γεμάτο κλοπές, βίαια περιστατικά και απατεωνιές. Εκεί, στα πολύβουα παζάρια της σκοτεινής πόλης τη νύχτα, θα γνωρίσει τη Mounya και τον έρωτα. Η Mounya, μοιάζει με αγόρι, αλλά ανθίζει σιγά σιγά μέσα από την αγάπη, ξεγυμνώνοντας τη γυναικεία φύση της. Στην περιπλάνηση αυτή του Kamal που δε θα αργήσει να γίνει οδηγός τουριστών φορώντας μια στολή λεπτομέρειες της οποίας θα επιμεληθεί η μητέρα του, δε θα γίνουμε μάρτυρες ενός ατόμου που εισάγεται στον υπόκοσμο του αδερφού του με τον ίδιο τρόπο που είναι ενταγμένος ο Kamal, αλλά περισσότερο έναν flaneur της άγριας μαροκινής πλευράς, με τον τρόπο που ο Φάμπιαν του Erich Kastner περιπλανιόταν στα ξεπεσμένα ήθη του αστικού βίου της πόλης του.
Ο σεβασμός του συγγραφέα για το γυναικείο φύλο, είναι διάχυτος στο έργο, και ειδικά από τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει το αγοροκόριτσο που έρχεται σε επαφή με τη θηλυκότητά του για το οποίο επιφυλάσσει το ρόλο του ενοποιητή, που μέσα από την αγάπη, κατάφερε έστω και για λίγο να συγκροτηθεί ο Kamal σε ένα και μοναδικό εγώ, μέχρι το φάντασμα της δεύτερης φύσης του να κατοικήσει και πάλι το σώμα του. Δεν είναι τυχαίο ότι γνωρίζοντας την αγάπη, ο Kamal για αρκετές σελίδες μας αφηγείται τη ζωή του μέσα από τον ενοποιημένο σε ένα και μόνο άτομο, εαυτό του...
Οι ήρωες του Mahi Binebine όπως ο "πατέρας Moussa" που γίνεται φρουρός στην οικογένεια του Kamal συμπαραστεκόμενος στην τραγική μητέρα, συχνά είναι γνώριμοι ιδιοσυγκρασιακά στους μεσογειακούς λαούς. Η σκηνή όπου ο "πατέρας Moussa" σπρώχνει το αναπηρικό καροτσάκι της μητέρας σε έναν δρόμο γεμάτο πλήθος, ποδήλατα, βοοειδή, αυτοκίνητα, ήχους από κορναρίσματα και τη φωνή της Oum Kalthoum να συνθέτει το μουσικό φόντο αυτού του ανήσυχου ανατολίτικου σκηνικού, είναι ίσως μία από τις δυνατότερες εικόνες αυτού του συγκλονιστικού και τραγικού έργου.
Κρατώ όμως την πιο δυνατή σκηνή για το τέλος, μεταφράζοντας μια μικρή παράγραφο του μυθιστορήματος, που υπογράφει την πεποίθηση της οικογένειας του Kamal, ότι η ζωή του θα ήταν ένα χάλι, επισφραγίζοντας με τον τρόπο αυτό τη ρεαλιστική ματιά του συγγραφέα που αρνείται να αλλάξει τη μοίρα ανθρώπων με ζωές γεμάτες πληγές, αφήνοντας την τραγική αλήθεια των οικονομικά και κοινωνικά καταπιεσμένων μερίδων της κοινωνίας, έκθετη και αιμορροούσα στα μάτια των περισσότερο ευνοημένων. "Ήταν πολύ νωρίς...πολύ νωρίς για να φύγω. Ήλπιζα να δω να υψώνεται μια γιγαντιαία φαραντόλη (είδος χορού), στην οποία θα προσκαλούνταν όλοι οι όμοιοί μου: οι σαλτιμπάγκοι της Μεδίνα, οι καλλιτέχνες, οι παρεξηγημένοι και όλοι οι τυχοδιώκτες της στασιμότητας που καταβρόχθιζαν τη ζωή, χωρίς περιτύλιγμα, ανεπιτήδευτα".