Λέτα Σεμαντένι: Ταμανγκούρ, Εκδόσεις Loggia

2025-10-21

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Μεταφερόμενοι στον υπόκωφο και μυστικιστικό κόσμο της Λέτα Σεμαντένι, ακροβατούμε σε δύο κόσμους. Αυτόν των παραμυθιών με τα ζεστά σπίτια γεμάτα θαλπωρή, στολισμένα με χριστουγεννιάτικα δέντρα και φώτα ικανά να καταπολεμήσουν την παγωνιά και το σκότος, και αυτόν της εξομολόγησης και αποδοχής της απώλειας, χωρίς διάθεση διδακτισμού. 

Η γιαγιά και το παιδί, πορεύονται μαζί έχοντας βιώσει απώλειες που τις σημαδεύουν. Τις γρατζουνιές από τις απώλειες αυτές, δεν τις συζητούν για να τις επιλύσουν. Τις παίρνουν ως εφαλτήριο. Ως παραδοχή από την οποία συνεχίζουν τη ζωή που ποτέ δε μπορεί να είναι προδιαγεγραμμένη και προβλέψιμη. Σκόπιμα το παιδί παραμένει παιδί χωρίς όνομα και φύλο, αν και συνειδητοποιούμε πως πρόκειται για κορίτσι. Η γιαγιά είναι η γιαγιά, χωρίς όνομα και αυτή. Η συγγραφέας δημιουργεί έτσι μια autobiographie globale, αγγίζοντας τις ψυχές και τις ιστορίες όλων των υπαρκτών 'γιαγιάδων' και όλων των υπαρκτών 'παιδιών' αυτού του κόσμου, που έχουν βιώσει αντίστοιχες απουσίες ανθρώπων στη ζωή τους...

Η γιαγιά είναι αυτάρκης, ακόμα και όταν βιώνει έντονα συναισθήματα νοσταλγίας για τη φυγή αγαπημένων προσώπων. Οι περιγραφές της Λέτα Σεμαντένι, φέρνουν στο νου μια γυναίκα που θα μπορούσε να ανήκει σε κάποια αδελφότητα γυναικών προσανατολισμένων στην ανθεκτικότητα. Πράγματι, τόσο η γιαγιά όσο και το παιδί, έχουν μια μοναδική ικανότητα απορρόφησης των κραδασμών.

..''Το γεγονός ότι η Καρλότα ήταν ελαφρώς αλλήθωρη και είχε πιτσιλάδες στη μύτη, όπως το παιδί, συνέδεε τους δυο τους. Το παιδί αισθανόταν αλληλέγγυο μαζί της, καθώς συν τοις άλλοις, ήταν και άσχημη. 

Η Καρλότα ήταν πολύ ανθεκτική, άντεχε πολλά. δεν ήταν ένα ντελικάτο πλάσμα όπως η πορσελάνινη μικρή Μαρία, που ανήκε στη Λουτσία και την οποία δεν επιτρεπόταν καν να την αγγίξεις, τόσο όμορφη ήταν!

Την Καρλότα αντιθέτως, μπορούσε ςνα τη βουρτσίσεις και να λούσεις τα πρόβεια μαλλιά της. Χωρίς να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση, άφηνε να τη ζουλήξουν , να την επιδέσουν, να τη μακιγιάρουν, ακόμα και να τη χτυπήσουν, και ήταν τόσο ευλύγιστη, που μπορούσες να τη διπλώσεις σαν χοντρό χειμερινό παλτό...''

Ο παππούς από την άλλη, ο άντρας της γιαγιάς την κοπάνησε. Πήγε στο Ταμανγκούρ. Τον παράδεισο των κυνηγών. Το Ταμανγκούρ μοιάζει με τη φανταστική Γιοκναπατάουφα του Φώκνερ ή θα μπορούσε να είναι το Μαντζούλι, όπου θέλησαν να πάνε οι ήρωες της πιο επικής κινεζικής ταινίας του Χου Μπο 'an elephant sitting still''.

Η ζωή συνεχίζεται ορμητικά χωρίς προειδοποίηση από εκείνο το σημείο που τη σημάδεψε η απώλεια. Τίποτα δεν ανακόπτει την πορεία της. Τη γρατζουνίζει μόνο. Η γιαγιά και το παιδί συνεχίζουν παρέα με τα σημάδια τους. Χωρίς απολογισμούε, χωρίς πυξίδα, με μόνη αποσκευή τις μνήμες και το τώρα.

...''Οι παράξενοι έχουν αυτή τη φρέσκια ματιά για τον κόσμο, λέει. Μένει κανείς πραγματικά έκπληκτος όταν προσπαθεί καμιά φορά να δει με τα μάτια των παράξενων. Γι'αυτούς ο κόσμος είναι ένας κόσμος πεντακάθαρος κι αστραφτερός, απαλλαγμένος από γκρίζα πέπλα. 

Κάθε φορά που το χωριό έχει πειρέλθει σε νάρκη ανίας, εμφανίζεται εντελώς απροσδόκητα ένας παράξενος, ή μια παράξενη, ξυπνά όλο το χωριό και βάζει πάλι σε λειτουργία την ομιλία. Οι χωριανοί θα επαναλάμβαναν πάντα τα ίδια και τα ίδιαή θα σιωπούσαν, αν οι παράξενοι δεν κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους...''



Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!