Kim Thuy: Ρού, Εκδόσεις Άγρα

2024-02-19
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Ένα αριστούργημα μικρού μήκους. Η Kim Thuy, γεννήθηκε το 1968 στη Σαϊγκόν και μας μεταφέρει την εμπειρία του να είσαι σε όλη σου τη ζωή μετανάστης, τις μνήμες από μια ζωή που μπορεί να ανήκει στο παρελθόν, όμως διαμόρφωσε και θα διαμορφώνει αμετάκλητα κάθε γενιά Βιετναμέζου. 

Στην αυτοβιογραφική αυτή νουβέλα που θα μπορούσαμε άνετα να εντάξουμε στο είδος της παγκόσμιας αυτοβιογραφίας, αφού εκκινεί από ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον κόσμο σε παγκόσμια κλίμακα, η συγγραφέας, εξιστορεί τη ζωή της πριν εγκαταλείψει το Βιετνάμ, αφότου το άφησε και κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της σε αυτό ξανά μετά από χρόνια. Η Kim Thuy, είναι μία από τους boat people, που μέσα σε βάρκες και όσο μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ κομμουνιστών και μη, διέσχισαν τον παγωμένο ωκεανό βρίσκοντας αρχικά καταφύγιο στη Μαλαισία και στη συνέχεια στον Καναδά. 

Το συγκλονιστικό και αληθινά μοναδικό στη γραφή της Kim Thuy, είναι ότι ο αναγνώστης νιώθει ότι διαβάζει το ημερολόγιο σκέψεων της συγγραφέα, σκέψεων που ωστόσο έχουν λογική αλληλουχία και είναι γραμμένες με τρόπο που υφαίνουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος γύρω από τον ίδιο κεντρικό άξονα. Η παράθεση των αναμνήσεων, θυμίζει αρκετά τον τρόπο με τον οποίο η Emilie de Turckheim, προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της γράφοντας τον 'Πρίγκιπα με το φλιτζανάκι'. Η ημερολογιακή αφήγηση, έχει την ικανότητα να μαγεύει μέσα από την αυθεντικότητά της, την καταγραφή των πιο πρωτόγνωρων βιωμένων εμπειριών. 

Η Kim Thuy, περιγράφει την ωμότητα των πράξεων τόσο των Γάλλων και των Αμερικανών, όσο και των ίδιων των κομμουνιστών Βιετναμέζων σε βάρος των 'προδοτών', εκείνων που είχαν ένα κοινωνικό status ανώτερο, που διέφυγαν από τη γενέθλια γη, που δεν τάχτηκαν με το μέρος τους. Περιγράφει πτυχές άγνωστες και μη συζητημένες, όπως αυτή των περιθωριοποιημένων παιδιών που προέκυψαν από την ένωση των GI( Αμερικανοί στρατιώτες) με Βιετναμέζες πόρνες και δεν απέκτησαν ταυτότητα ποτέ στη ζωή τους μέχρι σήμερα, όσο και αν προσπαθούσαν να πείσουν πως ήταν Βιετναμέζοι. έζησαν τη ζωή τους ως απόκληροι, άνεργοι και απαξιωμένοι.

Συγκλονιστική παραμένει η σχέση της συγγραφέα με τη μητέρα της, που μπορεί να μην ήταν η 'βασίλισσά' της ήταν όμως η μητέρα της, εκείνη που προσπάθησε να την προετοιμάσει να μην κουβαλά περιττές αποσκευές να μάθει να επιβιώνει με τα λίγα . Η συγγραφέας προέρχεται από μια οικογένεια που διέθετε πλούτο και κύρος στο Βιετνάμ, καθώς όμως διέφυγε στον Καναδά, καταπιάστηκε με ένα σωρό πρόχειρα επαγγέλματα μέχρι να καταφέρει να ορθοποδήσει και πάλι. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και προτού διαφύγει αρχικά στη Μαλαισία και μετά στον Καναδά, το σπίτι της οικογένειας της Thuy, καταλήφθηκε από κομμουνιστές και για ένα μεγάλο διάστημα έζησαν μαζί. Η συγγραφέας φέρνει στο μυαλό της το αγόρι του από κάτω ορόφου της πολυκατοικίας τους που αν και θα μπορούσε να κλέψει το σάκο με τα διαμάντια δεν το έκανε και τα επέστρεψε στην οικογένεια της Thuy που τα πούλησε για να μπορέσει να διαφύγει. θυμάται την ξαδέρφη της Σάο Μάι και το θείο της που τον είχε σα βασιλιά λόγω της δημοτικότητάς του και της πολιτικής του δράσης, θυμάται ωστόσο και τη Ζαν που τη βοήθησε να ορθοποδήσει στη νέα γη. Η συγγραφέας συρράπτει κομμάτια του παρελθόντος της με τόσο ποιητικό και ευαίσθητο τρόπο, φωτίζοντας πτυχές που μόνο η προσωπική εμπειρία μπορεί να φέρει στο φως, όπως εκείνης της θείας που κρατούσε η οικογένεια με νύχια και με δόντια μες στο σπίτι, πριν ξετρυπώσει στα σοκάκια της γειτονιάς και δυσφημίσει το όνομα της οικογένειας ή εκείνων των ταλαίπωρων μεταναστών που έκρυβαν διαμάντια στα δόντια τους, τα οποία ξεριζώνονταν από πειρατές στην προσπάθεια διαφυγής τους...

...''Έμεινα ξυπόλυτη για μέρες, περιμένοντας να μου βρει η μητέρα μου το ορφανό πασούμι κάποιου άλλου παιδιού που είχε χάσει επίσης ένα απο τα δικά του. Περπατούσα απευθείας στο πηλώδες έδαφος όπου τα σκουλήκια είχαν συρθεί μία εβδομάδα νωρίτερα. Σε κάθε νεροποντή έβγαιναν εκατοντάδες χιλιάδες από το βόθρο, σαν να τα καλούσε κάποιος μεσσίας. Κατευθύνονταν όλα προς στην πλαγιά του λόφου μας και τον σκαρφάλωναν χωρίς ποτέ να κουράζονται, χωρίς ποτέ να πέφτουν. Σέρνονταν μέχρι τα πόδια μας, όλα με τον ίδιο ρυθμό, μεταμορφώνοντας την κόκκινη πηλώδη γη σε ένα κυματιστό λευκό χαλί. Ήταν τόσο πολλά που παραιτούμασταν προτού καν επιδοθούμε σε μάχη μαζί τους. Γίνονταν ανίκητα και εμείς ευάλωτοι. Έτσι τα αφήναμε να επεκτείνουν την επικράτειά τους μέχρι το τέλος της βροχής, οπότε γίνονταν με τη σειρά τους ευάλωτα....''

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!