Jean Genet: Ο Καβγατζής της Βρέστης, Εκδόσεις Μεταίχμιο

2025-08-18

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Ο Jean Genet, γιος πόρνης και αγνώστου πατρός, τραυματισμένος από την παιδική του ηλικία, διαπράττει κλοπές από μικρός και μπαίνει έγκλειστος σε σωφρονιστήριο ανηλίκων όπου αντιλαμβάνεται την ομοφυλοφιλική του φύση. Ζώντας από μικρός στο περιθώριο και μεγαλωμένος από ανάδοχη οικογένεια στη γαλλική εξοχή, δε θα μπορούσε παρά να παραδώσει τον ''Καβγατζή της Βρέστης'' στους αναγνώστες της μεταπολεμικής Γαλλίας, κερδίζοντας ξεχωριστή θέση στο πάνθεο των Γάλλων λογοτεχνών.  Η μετάφραση του έργου ανήκει στη Ρίτα Κολαίτη και το συγκεκριμένο αιρετικό (ειδικά για την εποχή του) έργο, αποδεικνύει περίτρανα, ότι όσο δε φιμώνεται ο λόγος ακόμα και στην πιο ακραία του μορφή, η απελευθέρωση της έκφρασης και του λόγου, υπόσχεται αίσιο μέλλον...

Η αλήθεια είναι ότι στον Καβγατζή της Βρέστης, η περιγραφή ακραίων και ωμών σεξουαλικών σκηνών σοκάρει, η απείθεια απέναντι στα χρηστά ήθη γίνεται στόχος και ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δεν παρατά κανείς εύκολα την ανάγνωση της πνευματικής κατρακύλας του Ζαν Κερέλ, ο οποίος θα μπορούσε να είναι και alter ego του ίδιου του Genet. Το ότι η χρήση του χυδαίου λόγου δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αντίθετα μέσα από αυτόν, φωτίζεται η αυτοκαστροφική φύση του ήρωα που αναζητά να αναγεννηθεί από τις στάχτες του ακόμα κι αν δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα συμβεί όσο συνεχίζει να μηδενίζει τον εαυτό του, μέσα από βίαια περιστατικά ή αναζητώντας την ηδονή από τυχαίους εραστές.

Ο Ζαν Κερέλ είναι ακραίος. Βίαιος αλλά και τρυφερός. Ένα αγρίμι όπου μέσα του μάχεται το καλό και το κακό και το ένα κατατρώει το άλλο μην αφήνοντας καμία αξία υπέρτερη. Η ωμή αναπαράσταση σεξουαλικών σκηνών με φόντο το πορνείο της Λα Φέρια για το οποίο μιλούν όλοι οι ναύτες σαν να πρόκειται για κάποιου είδους θρύλο στο λιμάνι της Βρέστης, αλλά και τα υγρά δρομάκια του λιμανιού όπου η παρανομία έχει χαραχτεί πάνω τους, έχει βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά, αφού στόχος είναι η αποδόμηση του συνόλου της γαλλικής καθεστηκυίας τάξης της εποχής. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1947, σε μια εποχή όπου η Γαλλία έχει μόλις εξέλθει από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι ήρωες, ο πατρόνος Νονό, η Μαντάμ Λιζιάν και ο υποπλοίαρχος Σεμπλόν ξεπηδούν μέσα από το ομιχλώδες τοπίο της Βρέστης. Η ανάγνωση του έργου από τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, οδήγησε στη μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο, με τίτλο ''Ο Καβγατζής''.

Η ολοκλήρωση του έργου αφήνει μια γεύση αήττητης παρακμής με έντονες ωστόσο φιλοσοφικές καταβολές και επιρροές από τον Σάρτρ, ο οποίος του αφιέρωσε μια υπεραναλυτική μελέτη. 

Στη ζωή του ο Jean Genet κατατάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων και πέθανε το 1986 στο Παρίσι. 

Παραθέτω ένα απόσπασμα από τον ''Καβγατζή της Βρέστης'', που αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Ζαν Κερέλ είχε απύθμενο εγωισμό, ακριβώς επειδή ένιωθε βαθιά μόνος του. Σε αυτή τη δίνη της μοναξιάς προσπάθησε να παρασύρει όλους όσους συναναστράφηκε, τουλάχιστον για να γνωρίζει ότι στην πρόσκαιρη αδιάφορη ανθρώπινη ύπαρξη έστω για μερικές στιγμές είχε συνοδοιπόρους...

...''Η Μαντάμ Λιζιάν ήξερε, με τρόπο σκληρό, παθιασμένο, ότι χάρη στον Καβγατζή αυτή η ίδια, όπως και ο Μαριό κι ο Νορμπέρ, είχε βγει απ' τη μοναξιά, μες στην οποία θα ξαναβυθίζονταν όλοι με το φευγιό του. Εκείνος εμφανίστηκε απρόσμενα, με την ετοιμότητα και την κομψότητα ενός μπαλαντέρ. Ανακάτευε τις φιγούρες, δίνοντάς τους όμως κάποιο νόημα. Όσο για τον Καβγατζή, αφήνοντας πίσω του την κάμαρα της πατρόνας, δοκίμασε ένα αλλόκοτο συναίσθημα, με πόνο την άφηνε. Καθώς ντυνόταν αργά αργά λυπημένος, η ματιά του στυλώθηκε στη φωτογραφία του πατρόνου που κρεμόταν στον τοίχο. Ξανάδε το ένα μετά το άλλο, τα πρόσωπα των φίλων του: Νόνο, Ρομπέρ, Μαριό, Ζιλ. Μια μελαγχολία τον κυρίεψε, ένας φόβος άφατος ότι θα γερνούσαν χωρίς αυτόν και αόριστα καθώς ήδη τον νανούριζαν λιγωτικά οι στεναγμοί και μέσα απ'τον καθρέφτη της ντουλάπας, οι ντελικάτες κινήσεις της Μαντάμ Λιζιάν, που ντυνόταν πίσω του, πόθησε να τους σύρει στο έγκλημα, για να τους απολιθώσει εκεί, έτσι που να μην μπορούν να αγαπήσουν αλλού, παρά μόνο μέσα από αυτόν. Σαν την πλησίασε η μαντάμ Λιζιάν είχε στερέψει από κάθε λυγμό. Στο πρόσωπό της τα μαλλιά, που ξέφευγαν από τις αδέξια βαλμένες φουρκέτες, ήταν κολλημένα από τα δάκρυα και το κοκκινάδι στα χείλη της είχε λιγάκι πασαλειφτεί. Ο Καβγατζής την έσφιξε πάνω του, άκαμπτος μες στη ναυτική μπλε τσόχινη πανοπλία του, και τη φίλησε σταυρωτά.''



Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!