Γκουίντο Μορσέλι: Dissipatio H.G., Εκδόσεις Loggia

2025-07-08

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

O Γκουίντο Μορσέλι ανήκει πλέον στους τρεις πιο αγαπημένους μου συγγραφείς και είμαι ευτυχισμένη που ανακάλυψα αυτό εδώ το διαμάντι στο Kafka βιβλιοκαφέ της Αλεξανδρούπολης. Dissipatio Humani Generis, θα πει εξαέρωση, εξαύλωση του ανθρώπινου είδους. Ο Γκουίντο Μορσέλι, σε αυτό το φιλοσοφικό λογοτεχνικό δοκίμιο, ξεκινάει από μια υπόθεση: Κάποια στιγμή αποφασίζει να αυτοκτονήσει αλλά την τελευταία στιγμή δεν το κάνει και επιστρέφει στον κόσμο. Επιστρέφοντας διαπιστώνει με έκπληξη ότι η ανθρωπότητα έχει εξαφανιστεί και διερωτάται πώς μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του ενώ οι όμοιοί του έχουν εξαερωθεί;

Δεδομένου ότι το Dissipatio H.G. γράφτηκε λίγους μήνες πριν από τον τραγικό χαμό του συγγραφέα που τελικά αυτοκτόνησε, δε μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ή όχι ένα σημείωμα που θέλησε να αφήσει στην ανθρωπότητα. Μέσα στα διάχυτα και πανταχού παρόντα φιλοσοφικά ερωτήματα, εξέχουσα θέση έχει το δίπολο εμπειρισμού και υλισμού. Πιο συγκεκριμένα, ο Μορσέλι αναρωτιέται αν η ανθρώπινη συνείδηση υπάρχει από μόνη της χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα ή μήπως ο άνθρωπος υπάρχει σε σχέση με τις εμπειρίες που διαμορφώνει μέσα στον κοινωνικό ιστό; Με άλλα λόγια, υπάρχουμε ως άτομα αν δεν υπάρχει ανθρωπότητα;

Σε ένα τέτοιο δυστοπικό περιβάλλον προσγειώνεται ο Μορσέλι επιστρέφοντας από την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του, και προσπαθεί να καταλάβει αν υπάρχει ως άτομο ή όχι, αν αυτό που διαπιστώνει είναι μια φάρσα ή πραγματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση μπορεί να οριστεί η ατομικότητα έξω από τη συλλογικότητα; Μήπως η ίδια η κοινωνία δεν ορίζει το ατομικό;

Θα ήθελα όμως να σταθώ και σε ένα άλλο σημείο μέσα από τα ποικίλα φιλοσοφικά ζητήματα που θίγονται στο Dissipatio H.G.. Ο Γκουίντο Μορσέλι προϊδεάζει την ανθρωπότητα για την κατάργηση του ανθρώπινου πολιτισμού που διαβρώνεται σιγά σιγά από τη φύση. Σε ένα τέτοιο μεταβιομηχανικό περιβάλλον ολοκληρώνει την αφήγηση του Dissipatio H.G. ...''Από το παγκάκι μιας λεωφόρου στέκομαι και κοιτάω τη ζωή που προετοιμάζεται μπροστά μου γι'αυτή την παράξενη αιωνιότητα. Η ατμόσφαιρα είναι διαυγής, με μια συμπαγή υγρασία. Ρυάκια όμβριου νερού (πρέπει να χάλασαν οι αγωγοί στο πάνω μέρος της πόλης) συρρέουν στη λεωφόρο, απλώνοντας στην άσφαλτο, μέρα με τη μέρα ένα λεπτό στρώμα κοπριάς. Σχεδόν σαν μεμβράνη, κι όμως κάτι πρασινίζει και μεγαλώνει, όχι το συνηθισμένο χορταράκι του Δήμου. είναι άγρια, μικρά φυτά. Η Αγορά των Αγορών θα μεταβληθεί σε εξοχή. Με νεραγκούλες, ανθισμένα ραδίκια...''. Στο μυαλό μου έρχεται αυτομάτως η επιρροή που πρέπει να είχε ο Μισέλ Ουελμπέκ όταν έγραφε το βιβλίο του 'Ο Χάρτης και η Επικράτεια', όπου ο ήρωας αποσύρεται σε μια περιοχή της γαλλικής εξοχής (που μοιάζει με το προβιομηχανοποιημένο γερμανικό Ruhrgebiet). Εκεί η φύση αρχίζει να διαβρώνει τον ανθρώπινο πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, καθώς η πρωτόγονη γη καταπίνει ακόμα και τα πληκτρολόγια. Μπορεί ο Ουελμπέκ να μην αναφέρει ποτέ ως επιρροή του τον Γκουίντο Μορσέλι, αλλά θέλοντας λίγο να κάνω την ντετέκτιβ λέω ότι αποκλείεται να μην τον είχε διαβάσει ή να μην επηρεάστηκε από αυτόν, καθότι υπήρξε κλασικός, τουλάχιστο μετά το θάνατό του οπότε και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως.

Τελειώνω τις σκέψεις μου για το opus magnum του Μορσέλι με ένα απόσπασμα που αφηγείται την προσωρινή φύση αλλά και την ασημαντότητα των ανθρώπινων έργων ακόμα και ως ιστορική αναφορά που ίσως μόνο για την ανθρωπότητα να έχουν κάποια αξία...

...''Αποφάσισα να ανεγείρω στη μνήμη τους, στην Πλατεία της Αγοράς (Βίντμαντ), ένα κενοτάφιο. Νομίζω έτσι λέγεται. Το επεξεργάστηκα κανά δυο μέρες: ένα εμπορικό φορτηγάκι και μια Mercedes κουπέ αποτελούν τη βάση του μνημείου και μια εικοσαριά τηλεοράσεις, βγαλμένες από το Μεγάλο Κατάστημα, σχηματίζουν το κύριο τμήμα. Πάνω στις τηλεοράσεις μερικές φωτογραφικές μηχανές και κάμερες, καλάθια με μπουκάλια coca-cola. Στην κορυφή σε ύψος περίπου τριών μέτρων από το έδαφος, μια πελώρια αφίσα που θα γέμιζε μια βιτρίνα στο ταξιδιωτικό πρακτορείο. Μια kodachrome 3Χ2 μέτρων "επιβάλλει'' μια παραλία, με τη διάσημη λευκή αμμουδιά, στις Μπαχάμες, και το κάλεσμα "Ας πετάξουμε εκεί κάτω, όπου η ζωή είναι καλύτερη''. Στον αέρα πλανιέται το ταϊτινό τραγούδι: "Native Gods are calling, To them we belong". 

Η αραιή βροχή που πέφτει στην Αγορά του Βίντμαντ δεν αφαιρεί την αίγλη από τον γαλανό ουρανό των τροπικών, από την πράσινη θάλασσα, από τη λευκή αμμουδιά. Είμαι ικανοποιημένος με την ιδέα και την εκτέλεσή της. Κανένας υπονονούενος σαρκασμός: ¨αυτοί" αγαπούσαν τούτα τα πράγματα, αλλά τα απαρνήθηκαν θαρραλέα. Δεν είναι βέβαιο πως εξαναγκάστηκαν να το κάνουν. Ποιος μου λέει ότι σήμερα δεν είναι ευτυχείς που κατοικούν σε έναν κόσμο απαλλαγμένο από soft drinks αυτοκίνητα, "μικρές οθόνες''; Το μνημείο μου θυμίζει, χωρίς ειρωνείες, τις συνήθειές τους. Είναι ένας ταιριαστός φόρος τιμής, με μια πινελιά ρητορείας...''

Ο Γκουίντο Μορσέλι γόνος εύπορης οικογένειας γεννημένος στην αγαπημένη μου ιταλική πόλη την Μπολόνια, περιπλανήθηκε αρκετά στο εξωτερικό τόσο για σπουδές όσο και για δουλειά, μέχρι να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή προς απογοήτευση του πατέρα του. Ο θάνατος της μητέρας του τον στιγμάτισε ανεξίτηλα. Στο Dissipatio H.G., περιδιαβαίνει την εξαερωμένη από το ανθρώπινο στοιχείο Χρυσούπολη που δεν είναι άλλη από τη Ζυρίχη.



Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!