Γιάννης Σκαρίμπας: Τρείς Άδειες Καρέκλες, Εκδόσεις Νεφέλη

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Αυτό που αρχικά φέρνει στο νου ο αναγνώστης του Γιάννη Σκαρίμπα, είναι η γλωσσική ακολασία με την οποία ντύνει τις ιστορίες του. Η ιδιορρυθμία της γλώσσας που χρησιμοποιεί, αγγίζει μερικές φορές την παραμόρφωση της σύνταξης, και αυτό γίνεται απρόοπτα, καθώς εκεί που ξεκινά μια πρόταση φαινομενικά δομημένη, ο Σκαρίμπας έρχεται να την ανατρέψει παρεμβάλλοντας στη γραφή του, λεξιλόγιο λαικό και ιδιότυπο γεμάτο ιδιωματισμούς, οικείο ωστόσο στον εθιμικό γλωσσικό κώδικα της υπαίθρου. Επιτίθεται με τον τρόπο αυτό στο κατεστημένο από κάθε άποψη. Ίσως αυτή να είναι μάλιστα και η αιτία που ενώ ενδιαφέρθηκαν στα χρόνια που έγραφε, αρκετοί δημοσιογράφοι για τα διηγήματά του και στάθηκαν εκείνοι αφορμή για να αναγνωριστεί το έργο του, δεν υπήρχαν για πάρα πολλά χρόνια εκδότες και κριτικοί λογοτεχνίας που να αναφέρονται στο έργο του.
Οι δημοσιογράφοι βέβαια που παρουσίαζαν τη δουλειά του Σκαρίμπα, δημιούργησαν ηθελημένα ή μη γύρω από το όνομα του συγγραφέα, την εικόνα του ανορθόδοξου, ιδιόρρυθμου, βωμολόχου και περιθωριακού των ελληνικών γραμμάτων...τουλάχιστον για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι να δημοσιευθεί μια πρώτη σοβαρή κριτική για τα γραπτά του.
Θα έλεγε κανείς, ότι ο Γιάννης Σκαρίμπας εφάρμοσε όσο κανένας άλλος Έλληνας λογοτέχνης μια μορφή αποδόμησης του ελληνικού λόγου, ακριβώς όπως όριζε ο διάσημος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά στη στρατηγική αποδόμησης για την οποία έμεινε γνωστός στην ιστορία. Η γλώσσα, ζωντανή και ρευστή, είναι ικανή να αποδομήσει τις κύριες και απειλητικά κατεστημένες μορφές λόγου, δημιουργώντας νέες ερμηνείες.
Ο Σκαρίμπας συνέδεσε τη ζωή του με τη Χαλκίδα. Ταξίδεψε ελάχιστα και σχεδόν σε όλα του τα διηγήματα βλέπουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη Χαλκίδα στο φόντο των εξιστορήσεών του.
Το χιούμορ του είναι πρόδηλο και ταιριάζει περισσότερο σε φάρσα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις ''τρεις άδειες καρέκλες'', του διηγήματος δηλαδή που φέρει και ο τίτλος της παρούσας συλλογής.
Η φάρσα είναι ένα κατεξοχήν ελαφρό θεατρικό είδος, μια κατώτερη μορφή κωμωδίας, δε σχετίζεται με την ειρωνεία καθώς δε συνδέει δύο αντιφατικές έννοιες, ούτε με τη σάτιρα γιατί δε στοχεύει να κλονίσει ριζωμένες πεποιθήσεις και πρότυπα.
Ακόμα και για τη θεματική των διηγημάτων του, έχουν ειπωθεί διάφορα. Αρκετοί, θέλουν να προσδώσουν μεταφυσική διάσταση σε κάποιες ιστορίες του. Ωστόσο είναι φανερό αν διαβάσει σε βάθος ο αναγνώστης τα γραπτά του Σκαρίμπα, ότι τα περισσότερα διηγήματά του, έχουν στόχο την υπονόμευση της σοβαρότητας, τη δημιουργία αίσθησης απροσδόκητου, την επίθεση στις καθιερωμένες γλωσσικές μορφές, τη διακωμώδηση ιστοριών με φαντάσματα. Συνεπώς πέρα από τη διάθεση αυτή όπου η φάρσα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν υπάρχει σκόπιμη αναφορά στο μεταφυσικό.
Από την άλλη αρκετές ιστορίες του, πραγματεύονται τη σχέση των ανθρώπων με μηχανές και ρομπότ. Στο πρώτο διήγημα της παρούσας συλλογής, που φέρει τον τίτλο ''Petroleum e Dijelmen Company'', που είναι και το αγαπημένο μου, υπάρχει ένα τόσο παράδοξο και χιουμοριστικό φινάλε, που μου φέρνει στο νου τις αλλόκοτα αστείες ιστορίες του Μαρσέλ Αιμέ.
Η λογοτεχνία, σήμερα που πλέον έχουν εμφανιστεί επίσημες κριτικές για τον συγγραφέα, μπορεί να κάνει λόγο για το φαινόμενο Γιάννης Σκαρίμπας που αποτελεί μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνο του.