Erri De Luca: Το Αδύνατο, Εκδόσεις Κέλευθος
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Κάποτε ο Erri de Luca, είπε ότι τα μυθιστορήματά του μοιάζουν, επειδή κύριος χαρακτήρας σε αυτά είναι η πόλη της Νάπολης, ενώ όλοι οι άλλοι πρωταγωνιστές είναι μυρμήγκια, εγκατεστημένα στις πλαγιές του ηφαιστείου. Προσωπικά αν και διακρίνω τη Νάπολη σαν φόντο σε όλα του τα έργα, νομίζω ότι η ομοιότητα στα έργα του συγγραφέα πηγάζει από τον πυρήνα των πολιτικών του θέσεων, που απαντώνται αμετάκλητα σε κάθε έκφανση θέασης του κόσμου, είτε πρόκειται για τον ορισμό της φύσης, για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τα ζώα, για τη σχέση μεταξύ ανθρώπων που υπηρετούν κοινό σκοπό, για το δίκαιο, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ελευθερία.
Τί συμβαίνει όμως στο ''Αδύνατο'';
Το Αδύνατο είναι το τελευταίο έργο του Erri De Luca. Εδώ ο συγγραφέας εξομολογείται με μια αφηγηματική τεχνική που ξεδιπλώνεται μέσα από ερωτήσεις και απαντήσεις, το σύστημα αξιών που ορίζει την ύπαρξή του και τον βάζει απέναντι από τη δικαιοσύνη, όπως αυτή ορίζεται εντός του νομοθετικού πλαισίου.
Δύο άνθρωποι. Ο ένας σε θέση ανακριτή και ο άλλος σε θέση κατηγορούμενου. Μετά από χρόνια ο Erri De Luca, συναντιέται κατά τη διάρκεια αναρρίχησης με έναν παλιότερο συναγωνιστή του στη Lota Continua, οποίος στην πορεία έγινε συνεργάτης του κράτους και πρόδωσε πρώην συναγωνιστές του μεταξύ των οποίων και το συγγραφέα, που εξέτισε αρκετές φορές ποινή φυλάκισης. Κατά τη διάρκεια της αναρρίχησης ο προδότης πέφτει από το γκρεμό. Η πτώση του γεννά υποψίες ότι επρόκειτο για δολοφονία. Συμβαίνει δηλαδή το αδύνατο... Εμείς οι αναγνώστες θα παρακολουθήσουμε σε αυτό το τελευταίο έργο του Erri De Luca που κόβει την ανάσα -καθώς πρόκειται για ένα αξεπέραστο πολιτικό θρίλερ που μαρτυρά τον πυρήνα των αντιλήψεων του συγγραφέα με τον πιο διαυγή τρόπο-, ένα μανιφέστο αξιοπρέπειας και ευθυκρισίας, ικανό να αναμετρηθεί με το εδραιωμένο μέσα από θεσμούς κανονιστικό δίκαιο.
Είναι για το λόγο αυτό το πιο αποκαλυπτικό του έργο. Παρακολουθούμε το σύνολο των πολιτικών θέσεων του Erri De Luca που νοηματοδοτούν τη στάση ζωής του. Μια στάση ζωής, που βρίσκεται πολύ μακριά από διάθεση εντυπωσιασμού, αλλά τηρεί την ίδια μακρινή απόσταση και με τον αναχωρητισμό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ένας πρώην και νυν αγωνιστής να πάψει να αγωνίζεται; Από τότε που διαλύθηκε η Lota Continua, ο Erri De Luca αγωνίζεται μέσα του, θέτει υπό αμφισβήτηση τον εαυτό του, τον επαναδομεί και στήνει έναν κανονικό διάλογο με τις πολλές πτυχές του ίδιου του του εαυτού. Αυτό άλλωστε το συναντάμε σε κάθε του έργο, από το διάλογο με το φανταστικό του γιο, ή εκείνον που στήνεται ανάμεσα σε έναν κυνηγό με το θήραμά του, το διάλογο τριών φίλων του που του εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους κάνοντας έναν απολογισμό ζωής, το διάλογο ανάμεσα σε έναν ανακριτή και έναν κατηγορούμενο. Η ζωή του συγγραφέα πρέπει να είναι ακριβώς αυτό. Μια διαρκής μάχη αποκάλυψης της αλήθειας και αποδοχής της, με κάθε τίμημα. Αυτό μαρτυρά μέχρι και η γλώσσα του σώματός του στις λιγοστές συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει στο κοινό του, αλλά και το βλέμμα του.
Ο Erri De Luca εκπροσωπεί στο δικαστήριο τον εαυτό του αρνούμενος πεισματικά τη μεσολάβηση Συνηγόρου του Πολίτη. Παραθέτω ένα μικρό τμήμα του διαλόγου εντός της δικαστικής αίθουσας...
Συνήγορος Υπεράσπισης: Δε μπορώ να βγω από την αίθουσα, μπορώ όμως να μη στέκομαι δίπλα σας. Μπορώ να σταθώ πίσω σας, μετακινώντας την καρέκλα κοντά στην πόρτα.
Απάντηση: Ευχαριστώ για την καλή σας προαίρεση. Σε αυτή την περίπτωση μπορώ να συνεχίσω.
Ερώτηση: Είναι παράτυπο, μπορώ όμως να το δεχτώ.
Απάντηση: Συνεχίζω. Αυτός που έχει διαπράξει προδοσία, έχει προδώσει και τον εαυτό του. ¨Όσο κι αν προσπαθεί να πειστεί ότι έχει κάνει αυτό που όφειλε, έχει καταστρέψει ένα κομμάτι του εαυτού του, της νιότης του. Γνωρίζω έναν καπάτσο καταδότη που πήγαινε μαζί με τους καραμπινιέρους στα μέρη όπου μπορούσαν να συλλαμβάνουν τους συντρόφους του. Τους συνιστούσε να τους φέρονται καλά τη στιγμή της σύλληψης, γιατί για εκείνον ήταν τα καλύτερα άτομα που είχε γνωρίσει ποτέ. Ήξερε ότι θα τους βασάνιζαν, όμως παρότι τους πρόδιδε, εξακολουθούσε να τους έχει σε εκτίμηση. Τέτοια άτομα καταλαβαίνουν τον ξεπεσμό τους. Κουβαλούν πάνω τους το βάρος μιας ατίμωσης. Δε νιώθω μίσος, μνησικακία, πνεύμα εκδίκησης. έχουν περάσει δεκαετίες, θάνατοι Παπών, Ολυμπιάδες, ο κόσμος έχει έρθει τα πάνω κάτω. Ο εικοστός αιώνας είναι μια εποχή τόσο ξεπερασμένη, που φαντάζει ολότελα ακατάληπτη σε όποιους ήρθαν έπειτα. Αν ένιωθα τα αισθήματα που εσείς μου αποδίδετε, θα ήμουν ένας άρρωστος άνθρωπος.
Μου αποδίδετε μίσος. Θέλω να σας διηγηθώ κάτι. Γνωρίζετε τις κατηγορίες που μου έχουν απαγγελθεί και μ' έκαναν για χρόνια να γυρίζω στις φυλακές μικρών και μεγάλων νησιών. Καταδικάστηκα ακόμα και για κλοπές που έγιναν για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης. Ο άντρας που κατήγγειλε εμένα και άλλους παραδέχτηκε ότι είχε συμμετάσχει σε αυτές. Είπε ότι σε καμία δεν έπεσε ούτε ένας πυροβολισμός. Σε μια από αυτές, μέσα σε μια τράπεζα, ήταν ένα παιδάκι με τη μητέρα του. Η εισβολή των ληστών το τρομάζει και μπήγει τα κλάματα. Ένας από τους ληστές το πλησιάζει και του λέει ότι παίζουμε, ότι κάνουμε μια φάρσα. Του δείχνει το πιστόλι και πατάει τη σκανδάλη, η οποία κάνει ένα κούφιο κλικ. Είχε βγάλει τη σφαίρα από τη θαλάμη και το γεμιστήρα. Το παιδάκι ηρεμεί, χαμογελάει. Η ληστεία τελειώνει, οι ληστές φεύγουν με ό,τι έχουν βουτήξει από τα ταμεία. Ο ληστής που είχε ηρεμήσει το παιδάκι, καταλάβατε ποιος ήταν: ο άντρας στο Περβάζι.
Μια άλλη φορά μας είχαν πάρει στο κυνήγι, το σκάγαμε πεζοί. Ξάφνου αυτός σταματάει ενώ εγώ συνεχίζω να τρέχω. Σταματάει και απειλεί το περιπολικό ότι θα τους ρίξει χειροβομβίδα. Το περιπολικό κάνει όπισθεν και φεύγει. Αντί για χειροβομβίδα είχε έναν ανανά βαμμένο γκρι. Η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη αυτός όμως όχι. Με ρωτάτε αν μισώ αυτόν τον άνθρωπο. Όποιος περνάει με κάποιον μέρες, χρόνια όπως εκείνα, δεν αλλάζει συναισθήματα σαν τα πουκάμισα. Παραμένει εγκλωβισμένος σ' αυτά.