Χρυσούλα Διπλάρη: 10+1 ιστορίες βουτηγμένες σε τσάι μέντας, Εκδόσεις Πηγή

2025-10-31

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου


Τελευταία φορά που διαβάσαμε παραμύθια, πιθανότατα να ήταν όταν ήμασταν παιδιά. Η Χρυσούλα Διπλάρη, έρχεται να ανατρέψει τη νόρμα της συνήθειας και των κοινωνικών αντιλήψεων που συνδέονται με την έννοια του μύθου, επανασυστήνοντάς μας την αξία των παραμυθιών. Μέσα από έντεκα ολοκαίνουργια και συγκλονιστικά παραμύθια, που μηχανεύεται η ίδια από την αρχή, με εφαλτήριο τα κλασικά πολυδιαβασμένα με τα οποία μεγαλώσαμε, συνδέει το χθες με το σήμερα, τον μύθο με την πραγματικότητα, θυμίζοντάς μας ότι ακόμα και τα κλασικά παραμύθια, στηρίχτηκαν σε κάποιες αληθινές ιστορίες.

Στην πραγματικότητα τα κλασικά παραμύθια, στηρίχτηκαν σε συλλογή λαικών παραδοσιακών παραμυθιών, τα οποία ουδεμία σχέση δεν είχαν με αυτά που καθιερώθηκαν με το πέρασμα των χρόνων ως κλασικά και που θυμόμαστε να διαβάζουμε παιδιά. Οι αδελφοί Γκριμ, δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι αναγκάστηκαν να πετσοκόψουν τις αυθεντικές μακάβριες, γοτθικού νουάρ ύφους ιστορίες που συγκέντρωσαν, στην προσπάθειά τους να παραδώσουν ιστορίες που θα μπορούσαν να νανουρίζουν τα παιδιά το βράδυ, προσφέροντας και ένα διδακτικό τέλος. Οι αληθινές ιστορίες στις οποίες στηρίχτηκαν, κανένα διδακτικό τέλος δεν περιείχαν και η εκκλησία διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο, στη διαμόρφωση ιστοριών που δε θα έθιγαν το θρησκευτικό συναίσθημα της μεσαίας τάξης της εποχής...

Με ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ενδοοικογενειακή βία, την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, τον έρωτα, τη φτώχια, τη μετανάστευση και την αδικία, η Χρυσούλα Διπλάρη, κάνει ίσως το πιο καινοτόμο συγγραφικό εγχείρημα που έχουμε συναντήσει τις τελευταίες δεκαετίας σε συγγραφέα. Παίρνει τα κλασικά παραμύθια και μέσα από σύντομες λεζάντες που προλογίζουν σαν εισαγωγή τα δικά της 'παραμύθια', μας θυμίζει το υπόβαθρο των ορίτζιναλ παραμυθιών. Λειτουργώντας σαν αναλαμπή στο μυαλό του αναγνώστη, το κλασικό παραμύθι μετατρέπεται σε ένα σύγχρονο αφηγηματικό δράμα (με αίσιο τέλος τις περισσότερες φορές), βοηθώντας μας να κατανοήσουμε ότι κάπως έτσι πρέπει να έγινε και με τα αυθεντικά παραμύθια που με τη σειρά τους στηρίχτηκαν σε προγενέστερα αυθεντικά. 

Οι ήρωές της, είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που ζουν τον δικό τους αγώνα επιβίωσης. Τελικά σταχτοπούτες, αλαντίν, κοκκινοσκουφίτσες και χιονάτες υπάρχουν παντού τριγύρω μας, αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, να δούμε και να ακούσουμε με μεγαλύτερη προσοχή. 

Η Χιονάτη άλλωστε, πριν μετατραπεί στο εξιδανικευμένο, πολυαναγνωσμένο ευρωπαικό παραμύθι που όλοι γνωρίζουμε, υπήρξε η πιο σκοτεινή ιστορία που μπορεί να χωρέσει το ανθρώπινο μυαλό. Η μητριά της, ήταν στην πραγματικότητα η αληθινή μητέρα της Χιονάτης, που επιθυμούσε μετά μανίας να σκοτώσει το σπλάχνο της. Στον μύθο της Χρυσούλας η Χιονάτη ονομάζεται Λευκή, είναι ένα κορίτσι που του επιτίθεται σεξουαλικά ο σύντροφος της μητέρας της και τη στιγμή που περιμένει να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά της μάνας, τα χέρια της τελευταίας γίνονται αγκάθια που χτυπάνε το πρόσωπο της κόρης. Η Λευκή καλύπτει από τότε το πρόσωπό της με πούδρα νιώθωντας ότι τα σημάδια από τη βία της μάνας άφησαν αποτύπωμα στο πρόσωπό της, ενώ στην πραγματικότητα δε μπορεί να σβήσει το αποτύπωμα που έχει αφήσει στην ψυχή της η βία που υπέστη, σε συνδυασμό με την προδοσία.

Μέσα από τις καλογραμμένες σελίδες της Χρυσούλας, που διαβάζονται εν ριπή οφθαλμού, γιατί δε θέλεις να τις αφήσεις από τα χέρια σου, συνειδητοποιούμε ότι αν δούμε πιο καλά γύρω μας, πάντα θα υπάρχει μια γοργόνα, μια πεντάμορφη και ένα τέρας, ένας λύκος. 

Βασικό συστατικό στα υλικά που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να μας μαγέψει και να μας καθηλώσει στον κόσμο που έφτιαξε με ποιοτικές πρώτες ύλες, παίζει η μαγειρική. ¨Οπως οι ιστορίες που δημιουργεί, έτσι και οι ύλες που ανακατεύονται μέσα σε μια πελώρια κατσαρόλα ή μια κακκάβη, μέσα από τη χημική ένωση των υλικών που αναμιγνύονται, δημιουργούν μια συνταγή μοναδική και ανεπανάληπτη. 

Από όλες τις ιστορίες που είναι ευαίσθητες και τρυφερές όσο η ίδια, υπάρχει μία που με συγκλόνισε ιδιαίτερα, γιατί αφορά στη μετανάστευση. Πρόκειται για την Ωραία Κοιμωμένη των αδελφών Γκριμ που στο βιβλίο της Χρυσούλας είναι ''Ο μεγάλος ύπνος και το γλυκό της Δαμασκού''. Παραθέτω απόσπασμα από τη συγκλονιστική εξιστόρηση...


...''Ένα βράδυ, αντί για μουχλιασμένο ψωμί, μοίρασαν σε όλους μια χούφτα σταφίδες. Όλοι έπεσαν με τα μούτρα. Ο πατέρας μου έχωσε ανόρεχτα στο στόμα δυο τρεις, πιο πολύ από συνήθεια - επειδή πάντα του άρεσε να τις τσιμπολογάει - παρά από επιθυμία, κι άρχισε να τις μασουλάει. Και τότε, έγινε το θαύμα...Η γλύκα τους έσκασε στο στόμα του σαν φωτοβολίδα διάσωσης και το μυαλό του πλημμύρισε με εικόνες αλλοτινών καιρών, γεμάτες ζωή κι ευτυχισμένες στιγμές, γεμάτες ανθρώπους και πλούτη, γεμάτες καλούδια λογής λογής, τραπέζια με φίλους, γλέντια και χορούς, και φαγητά. Χριστέ μου, τί φαγητά ήταν αυτά, τα έβλεπε, τα μύριζε, τα γευόταν...Όλα αυτά που μαγειρεύανε στο σπίτι και πλούτιζαν τη γεύση τους με τις πανταχού παρούσες σταφίδες...Τί πιλάφια, τί γεμιστά, τί χαλβάδες και σταφιδόπιτες...Κι όσο έριχνε σταφίδες στο στόμα, ήταν σαν να έριχνε προσάναμμα στη μικρή φωτιά που σιγόκαιγε ακόμη μέσα του και δεν άφηνε το πνεύμα του να σβήσει εντελώς. Κι η φωτιά γιγαντώθηκε κι έκαψε τα σκουπίδια που υπήρχαν γύρω γύρω και μέσα του και τον ζέστανε και του έδωσε ξανά τη θέληση όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά να συνεχίσει τη ζωή του από κει που την άφησε. Λίγο καιρό μετά, δραπέτευσε...

Ο γέρος ήταν πολύ συγκινημένος τώρα, η φωνή του έβγαινε με κόπο, τα μάτια του έτρεχαν, οι τρίχες στα μουστάκια του είχαν ορθωθεί και τα ρουθούνια του τρεμόπαιζαν. Ο Άλκης φοβήθηκε μην πάθει κανένα κακό από την ταραχή του, αλλά αυτός, πήρε απλώς μερικές ανάσες και συνέχισε.

Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει πως το φαγητό είναι μνήμη...και καμιά φορά, η μοναδική μας πατρίδα, όταν έχουμε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μας και βρισκόμαστε ξεσπιτωμένοι στο πουθενά. Λέω λοιπόν...αν μπορούσαμε να κάνουμε το κορίτσι να φάει...όχι οποιοδήποτε φαγητό, το έχουμε δοκιμάσει αυτό και μέχρι τώρα δεν έπιασε...αν μπορούσαμε να την ταίσουμε με μια λιχουδιά που αγαπάει, κάτι από την πατρίδα της, κάτι που μέσω της γλώσσας να μπορεί να ερεθίσει τις μνήμες των ευτυχισμένων ημερών...ίσως...''

Έτσι κι έγινε. Η σύγχρονη ωραία κοιμωμένη, η Ραζάν που βρίσκεται σε κώμα σαν να θέλει να ξεφύγει από την πραγματικότητα που έζησε, αρνούμενη να τη βιώσει, επιδιώκοντας να ξυπνήσει όταν όλα θα είναι καλύτερα, τρώει εκείνο το γλυκό της Δαμασκού που της θυμίζει μνήμες, τόπους και χρονικές στιγμές με τις οποίες συνδέθηκε ανεξίτηλα. Και μόνο τότε αποφασίζει να διακόψει τον λήθαργό της. 

¨Ημουν στο γυμνάσιο όταν διάβασα το μυθιστόρημα της Λάουρα Εσκιβέλ ''Σαν νερό για ζεστή σοκολάτα''. Οι ιστορίες της Χρυσούλες βουτηγμένες σε τσάι μέντας, σαν αυτό που έπινε η Σεχραζάτ για να διηγηθεί, έχουν όλα τα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού που συναντά κανείς στην Εσκιβέλ, όπως και τα μαγειρικά τεχνάσματα που ανοίγουν την όρεξη των αναγνωστών, με μια μικρή διαφορά. Οι ιστορίες της Χρυσούλας Διπλάρη, είναι πανανθρώπινες και δεν περιορίζονται στον έρωτα της Τίτα με τον Πέδρο. Αγγίζουν πολλές πτυχές του ανθρώπινου βίου, δημιουργώντας μια τοιχογραφία προσώπων που καθρεφτίζουν τη συλλογική μνήμη μιας κοινωνίας. Τα κοινωνικά σχόλια είναι ποικίλα και αιχμηρά σαν λεπίδα που στήνει καρτέρι στην αδικία να την αποκεφαλίσει. 



Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!