Χάνε Έρσταβικ: Αγάπη, Εκδόσεις Καστανιώτη
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Η Νορβηγίδα Χάνε Έρσταβικ, παρουσιάζει αύριο στην Αθήνα το βιβλίο της 'Αγάπη', το οποίο εκδόθηκε το 1997 και προκάλεσε αίσθηση στα Νορβηγικά λογοτεχνικά δρώμενα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να ψηφιστεί ως το έκτο καλύτερο βιβλίο των τελευταίων εικοσιπέντε ετών στη Νορβηγία. Η Χάνε Έρσταβικ, την οποία ανυπομονώ να γνωρίσω αύριο από κοντά και να τη ρωτήσω διάφορα πράγματα πάνω στη μοναδική πλοκή του βιβλίου της 'Αγάπη', ανήκει σε εκείνους τoυς συγγραφείς, που με λιτό ύφος γραφής και σύντομες προτάσεις, κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα σκηνικό βραδυφλεγές με υποβόσκουσα θριλερική ένταση. Το απίστευτα τρυφερό, γεμάτο βάθος και πολύπλευρα νοήματα έργο της, δε χάνει σε τίποτα από τις απλές μη περίτεχνες εκφράσεις που το συνθέτουν. Και αυτός πιθανώς, είναι ένας από τους πολλούς λόγους που το συγκεκριμένο βιβλίο, προκάλεσε τόσο πολύ το ενδιαφέρον...
Η Έρσταβικ, πραγματεύεται τα ξεχωριστά πεδία, όπου επωάζεται η αγάπη. Η αγάπη είναι δυνατόν να ενυπάρχει εντός δύο ξεχωριστών οντοτήτων, οι οποίοι με τη σειρά τους λειτουργούν σε δύο εντελώς ξεχωριστούς, συχνά παράλληλους κόσμους. Εκείνο που σε κάποια σημεία ξενίζει, ιδιαίτερα τη μεσογειακή ιδιοσυγκρασία, είναι ότι η συγγραφέας, στην επιθυμία της να σκιαγραφήσει τα δύο αυτά χωριστά 'δωμάτια' όπου ενυπάρχει η αγάπη, επιλέγει τη σχέση μιας μητέρας με το γιο της και όχι τη σχέση ενός ζευγαριού. Και αυτό ξενίζει τη δική μας την κουλτούρα, γιατί πολύ δύσκολα θα αποδεχόμασταν μια μητέρα να συμπεριφέρεται στον εννιάχρονο γιο της σαν να πρόκειται για ενήλικα πολλές φορές...
Με το που εγκαθίστανται στα βόρεια της Νορβηγίας σε έναν απομακρυσμένο οικισμό, η Βίμπεκε και ο Γιον, ο οποίος σύντομα έχει τα γενέθλιά του, 'βουλιάζουν' και οι δύο στη δική τους πραγματικότητα. Ο εννιάχρονος Γιον, επιχειρεί να πουλήσει λαχνούς για την ομάδα του σχολείου του και η Βίμπεκε ξεκινάει την περιπλάνηση μιας ολόκληρης ημέρας από την τοπική βιβλιοθήκη, ερχόμενη σε επαφή με κάποιον άγνωστο με τον οποίο περνούν κάποιες ώρες μαζί. Η πλοκή εξελίσσεται θριλερικά, στην εναλλαγή των παραγράφων γινόμαστε μάρτυρες λεπτομερειών της ημέρας μητέρας και γιου, ενόσω δεν είναι μαζί. Ο Γιον περνάει κάποιες ώρες στο σπίτι μιας συμμαθήτριάς του, στη συνέχεια βαδίζει για το σπίτι του και μη βρίσκοντας τη μητέρα του εκεί, καταλήγει να μπει στο αυτοκίνητο μιας περαστικής γυναίκας, η οποία μετά από μία μικρή βόλτα τον επιστρέφει σπίτι του. Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης της Έρσταβικ, ο αναγνώστης αναρωτιέται πότε θα συναντηθούν οι δύο κόσμοι της αγάπης. Πότε θα δημιουργηθεί εκείνος ο διάδρομος που θα ενώσει τις δύο παράλληλες ζωές. Η πλοκή που επιλέγει η Χάνε Έρσταβικ, είναι ιδιαίτερα έξυπνη και με τον τρόπο αυτό αναδεικνύει με επιτυχία το σημαινόμενο. Σε καμία άλλη μορφή σχέσης, δε θα ήταν δυνατό να αναρωτηθούν οι αναγνώστες τόσο έντονα, ακόμα και να αγανακτίσουν, σκεπτόμενοι 'μα πότε επιτέλους η μητέρα θα αναζητήσει το γιο της;' ' πότε θα παρακολουθήσουμε το Γιον να ανταλλάσσει με τη μητέρα του ανούσιες πληροφορίες της ημέρας, που ωστόσο είναι πολύτιμες γιατί ακόμη και αυτές ενισχύουν το ανθρώπινο δέσιμο;'
Δε θα δούμε ωστόσο ποτέ να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Προς το τέλος της πρόζας της Έρσταβικ, δημιουργείται ένα αίσθημα ανακούφισης. Αυτό γιατί στο Γιον δε θα συμβεί τίποτα από όλα εκείνα τα δυσάρεστα που δυνητικά θα μπορούσαν να του είχαν συμβεί και τα οποία τείνουμε να φανταζόμαστε σε διάφορα σημεία. Ωστόσο, στο Γιον συμβαίνει κάτι πολύ δύσκολο και μη διαχειρίσιμο. Κάτι που εξαρχής παρουσιάστηκε ως συνθήκη. Η απουσία δεσμού με τη μητέρα του. Ο Γιον κάθεται και περιμένει τη μητέρα του έξω από το σπίτι να επιστρέψει...Η λεπτότητα με την οποία η συγγραφέας προσεγγίζει την ανοιχτή πληγή στην ψυχή του Γιον, θα μπορούσε να γραφτεί μόνο από έναν υπερβατικά ευαίσθητο άνθρωπο. Όλες οι ανούσιες διαπροσωπικές επαφές της ημέρας, οι μη εκπεφρασμένες σκέψεις, τα καταχωνιασμένα στο βάθος της ύπαρξης ανθρώπινα συναισθήματα, εκείνα που ακόμα και το λευκό σκηνικό του οικισμού αυτού στα βόρεια της Νορβηγίας φαίνεται να τα σβήνει, να τα αποθαρρύνει να έρθουν στην επιφάνεια, σκεπάζοντάς τα με τόνους χιόνι, γίνονται πρόδηλα σε μία και μόνη σκηνή. Την τελευταία.
"Κλείνει τα μάτια του. Φαντάζεται το αυτοκίνητο. Ανέπαφο και αψεγάδιαστο. Βλέπει τις ρόδες να κυλάνε στο χιόνι. Οι ρόδες πάνω σε ράγες στο χιόνι. Είναι τρένο σκέφτεται, περνάει τρένο στο δρόμο μέσα απ'το χωριό, μια αστραφτερή κόκκινη ατμομηχανή. Άλλωστε εκείνη δεν του είπε ότι θα ερχόταν με το τρένο και θα τον έπαιρνε μαζί της; Ότι θα έφευγαν μαζί; Και δεν είναι σφυρίχτρα αυτό που ακούει, ένας σύντομος, δυνατός θόρυβος; Έτσι είναι, ακούει το σφύριγμα. Τώρα δεν θα αργήσει να έρθει το τρένο. Ξαπλώνει μπρούμυτα, ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Στο μυαλό του όλα είναι σκοτεινά. μια βαθιά απέραντη σιωπή. θα την περιμένει εδώ."
Διαβάζοντας τη Χάνε Έρσταβικ, μου ήρθε στο μυαλό η 'Όγδοη Μέρα' της Μιτσούγιο Κάκουτα, που παραδόξως κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις. Αν και η πλοκή δεν είναι αντίστοιχη, υπάρχουν σημεία με ομοιότητα. Ειδικά όταν οι χαρακτήρες βιώνοντας αλλόκοτα περιστατικά, μοιάζουν να πραγματοποιούν μια απόδραση από τη ρητή έκφραση συναισθημάτων, εισερχόμενοι σε έναν κόσμο άρρητων εικόνων, ενός ιδιότυπου λεξιλογίου, που οικοδομεί τη δική του χωριστή πραγματικότητα.