Χ.Α. Χωμενίδης: Νίκη, Εκδόσεις Πατάκη

2022-09-19

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Ο Χ.Α. Χωμενίδης δε χρειάζεται συστάσεις, τουλάχιστον σίγουρα όχι στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ο λόγος που γράφω  τις απόψεις μου για το βιβλίο 'Νίκη", που κέρδισε όχι μόνο το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας, αλλά και το βραβείο καλύτερου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, είναι γιατί πρόκειται για ένα αριστούργημα ύμνο στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού. Από την άλλη, γιατί ζορίζομαι ιδιαίτερα, όταν διαπιστώνω από ανθρώπους που ανήκουν στο χώρο των γραμμάτων, να αποδέχονται μεν το κύρος ενός αναγνωρισμένου συγγραφέα, παρόλα αυτά όμως να βρίσκουν πάντα τρόπους να αναφέρονται σε ξένους συγγραφείς, διώχνοντας με εύσχημο τρόπο τη συζήτηση από τα καθ'ημάς...

Η Νίκη, είναι κατά την άποψή μου, ένα έργο που θα έπρεπε να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες. Συγκεντρώνει με τρόπο συμπαγή και συνοπτικό ένα τεράστιο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μέσα από μία πρόζα που όχι απλά δεν κουράζει, αλλά διατηρεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον σε κάθε σελίδα. Ουσιαστικά, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Νίκης, είναι η νηφαλιότητα που δημιουργεί η υπεροχή του να αποτυπώνεται η ιστορική αλήθεια. Ένα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα του συγγραφέα, είναι ότι γράφει για σπουδαία ιστορικά γεγονότα, -ορόσημο της διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα-, μέσω βιωματικών αναφορών. Δεν πρόκειται για μια απλή απεικόνιση του ύφους και ήθους μιας εποχής που πέρασε. Πρόκειται για το αξιομνημόνευτο γενεαλογικό δέντρο του ίδιου του Χ.Α. Χωμενίδη. 

Τα στοιχεία μυθοπλασίας, συνυπάρχουν με τα αληθινά πρόσωπα, σε μια άρτια απόλυτα ισορροπημένη σχέση. Ο συγγραφέας, μετουσιώνεται ο ίδιος σε Νίκη, γίνεται η φωνή της αφηγήτριας μητέρας του, τόσο που καμιά φορά στο μυαλό του αναγνώστη μπορεί για μερικά μόνο δευτερόλεπτα να σχηματιστεί η εντύπωση ότι μιλάει ο γιος μέσα από τη μητέρα. Είναι τόσο κομψός και απελευθερωτικός ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η φωνή και η ανάμνηση της Νίκης, που βαδίζοντας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, θέλουμε και εμείς οι ίδιοι να φτάσουμε στην κάθαρση, στην αποτίναξη του φορτίου από πάνω της, εκείνου που συνιστά το να κληρονομεί κανείς ένα τόσο βαρύ όνομα, μια τόσο σημαίνουσα οικογενειακή κληρονομιά, χωρίς καν να το έχει επιλέξει. 

Ο σεβασμός στην προσέγγιση των ηρώων που συναντούμε στις σελίδες του βιβλίου, δεν είναι απλά απόδοση τιμής σε ανθρώπους οικείους του συγγραφέα, που αγωνίστηκαν με κύριο χαρακτηριστικό την ανιδιοτελή προσφορά τους και τα ανώτερα ιδανικά. Είναι ένας φόρος τιμής, σε όλους εκείνους που μέσα σε ένα πολιτικό σκηνικό ταραγμένο, σε συνθήκες διαρκώς μεταβαλλόμενες, πίστεψαν σε ανώτερα ιδανικά με την ψυχή τους, ακόμα και αν μέσα στον ίδιο χώρο στον οποίο εκφράζονταν πολιτικά, εμφανίστηκαν δυνάμεις που στάθηκαν απέναντί τους, για λόγους σκοπιμότητας και μόνο. Είναι με άλλο λόγια, ένας φόρος τιμής στη συλλογική μνήμη αυτού του τόπου. 

Για το λόγο αυτό, πιστεύω λαμβάνοντας υπόψη τη θεματική ξένων πεζογραφημάτων που τυγχάνουν διακρίσεων και βραβείων και μεταφράζονται σε αναρίθμητες γλώσσες, ότι αυτό εδώ το βιβλίο, είναι ό,τι ακριβώς χρειαζόμαστε να αφηγηθούμε στους μη Έλληνες. Είναι ένα συγκλονιστικό δείγμα ελληνικής γραφής, από το οποίο δε λείπουν στιγμές χιούμορ (ακόμα και αν φαινομενικά η θεματική του έργου δεν το επιτρέπει), δε λείπει όμως ούτε η ιστορική συνέχεια και συνέπεια, η επαφή με το δαιμόνιο ελληνικό ταμπεραμέντο, η πιστή απόδοση του αθηναϊκού αστικού τοπίου της εποχής.

Η Νίκη Αρμάου, είναι η κόρη κομμουνιστών που ζουν για χρόνια στη βαθιά παρανομία. Όταν εγκαθίστανται στο 'Λευκό Πύργο' μαζί με την κόρη τους, αποκρύπτοντας την αληθινή τους ταυτότητα, ζώντας με ψεύτικα πιστοποιητικά, προσπαθώντας να μη γίνουν αντιληπτοί και συλληφθούν, -σε μια εποχή που ο πατέρας της Νίκης, άλλοτε πανίσχυρος ηγέτης της πολιτικής του παράταξης έχει πέσει σε δυσμένεια από τους ίδιους τους συναγωνιστές του-, δε μπορούμε να διανοηθούμε πώς ένα ανήλικο κορίτσι που διδάσκεται όσα μάθαινε στο σχολείο κατ'οίκον από τον ίδιο της τον πατέρα, μπορεί να βιώνει ένα τέτοιο φορτίο σε τόσο νεαρή ηλικία. Θέλοντάς και μη τασσόμαστε στο πλευρό της αφηγήτριας, μέσα από τη φωνή που της χαρίζει τόσο γενναιόδωρα ο συγγραφέας, και επιδιώκουμε μαζί της να βρούμε την έξοδο από το τούνελ της, την έξοδο από το τούνελ μιας εποχής που άφησε το στίγμα της μέχρι τις μέρες μας, λαβώνοντας εφάπαξ την πολιτική κληρονομιά της Ελλάδας, αφήνοντας νωπή στη μνήμη για δεκαετίες πολλές, τη γεύση της διχόνοιας. 

Εκείνο που μου αρέσει πολύ στην εξέλιξη της πλοκής της Νίκης, είναι ότι στις περιγραφές προσώπων που απαρτίζαν το Κομμουνιστικό κόμμα εκείνης της εποχής, ειδικά το όνομα του Νίκου, αναφέρεται χωρίς επώνυμο. Είναι και άλλα πρόσωπα υπαρκτά που εμφανίζονται μέσα από ένα μανδύα μυθοπλασίας, όμως ειδικά αυτό του Νίκου, το θεώρησα πολύ έξυπνο να παραμένει σκέτο. Είναι επίσης πολύ σωστός ιστορικά ο τρόπος που παρουσιάζεται το πισώπλατο μαχαίρωμα που ενυπήρχε στους κόλπους των αντιστασιακών παρατάξεων της εποχής. Φυσικά αυτό δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τις αντιστασιακές παρατάξεις, αλλά κάτι που συνέβαινε και στους φιλομοναρχικούς και φιλοκυβερνητικούς κύκλους. Ωστόσο, εκεί που δε συγχωρείται τόσο εύκολα, είναι στο πολιτικό πεδίο που έχει περιβληθεί με το ιδεολογικό πρόσημο της αλλαγής και της πάταξης της διαφθοράς. Για αυτό, όσα χρόνια και να περάσουν, οι αναγνώστες που θα διαβάζουν για το Κομμουνιστικό κόμμα εκείνης της εποχής και για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, τότε δηλαδή που το έδαφος στο οποίο είχε ανοικοδομηθεί η αριστερή κουλτούρα της εποχής, ήταν τόσο φρέσκο και γόνιμο, αλλά και οι άνθρωποι που εισέρχονταν στους κόλπους της πολύ συχνά αληθινοί αγωνιστές, είναι πιο δύσκολο να συγχωρηθεί η προδοσία που πηγάζει από όσους ανήκουν στην ίδια πλευρά...

Με τη Νίκη, έχουμε τη δυνατότητα να κατακτήσουμε το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό, με ένα έργο που φέρει ελληνική σφραγίδα. Περιλαμβάνει ό,τι θα ενδιέφερε να διαβάσει ένας οποιοσδήποτε ξένος αναγνώστης και  είναι έμπλεο ελληνικότητας, χωρίς να αναφέρεται στην αρχαία ελληνική κληρονομιά, αλλά στη σύγχρονη. 

Κάποτε είχα διαβάσει σε ένα άρθρο, ότι η μη εξωστρέφεια των ελληνικών λογοτεχνικών έργων επιδεινώνεται από το γεγονός, ότι η Ελλάδα δεν ανήκει σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, σε μια ομαδοποίηση, στις περισσότερες από τις οποίες αναφέρονται ξένα λογοτεχνικά έργα. Για παράδειγμα, δεν υπήρξε αποικιοκρατική χώρα, άρα δύσκολο να υπάρξουν αφηγήματα όπως αυτά Γάλλων και Άγγλων συγγραφέων, ούτε υπήρξε αποικία για να αναλάβει η ελληνική πεζογραφία να εξελίσσει την πλοκή των έργων γύρω από το γεγονός αυτό, όπως πολύ επιτυχημένα έχουν πράξει αγαπημένοι μου συγγραφείς όπως οι Mahi Binebine, Alice Zeniter, David Diop, Fiston Mwanza Muzila, Djaili Amadou Amal, Mia Couto ακόμα και ο προσφάτως νομπελίστας Abdulrazak Gurna. Επίσης, δε θέλουμε να ταυτιζόμαστε τόσο με την ανατολική πλευρά μας, γιατί η ελληνική ταυτότητα δημιουργήθηκε μέσα από το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, άρα οποιαδήποτε πλοκή αναφέρεται στην ελληνικότητα μέσα από το οθωμανικό παρελθόν, μπορεί να είναι επισφαλής. Τέλος δεν ανήκαμε ποτέ σε κάποια αυτοκρατορία, όπως η Ρωσική ή η πρώην Αυστροουγγαρία ή η Βρετανική αυτοκρατορία και αυτό ενδεχομένως να περιορίζει αρκετά ακόμα την αφηγηματική μας δεινότητα. Ο Χ.Α. Χωμενίδης, με τη Νίκη, ξεπερνάει αυτό το φράγμα. Γιατί εντόπισε ακριβώς τη φωνή με την οποία θέλουμε να ακουστούμε και στο εξωτερικό. Τη Νίκη!

"Είχα -τελείως αυθαίρετα- πείσει τον εαυτό μου πως η βαθιά παρανομία θα διαρκούσε έναν χρόνο ακριβώς. Ένιωθα έτσι πως θα επρόκειτο για μιαν ακόμα περαστική περιπέτεια, για μια παρένθεση, που αργότερα θα την εξιστορούσα-νοστιμεύοντάς τη με σάλτσες- στους κολλητούς μου φίλους στο σχολείο. Εάν κάποιο χέρι αόρατο -αναρωτιέμαι- έγραφε πάνω στο τζάμι τον αριθμό επτά, θα επέμενα στην απόφασή μου; Ή θα άνοιγα εν κινήσει την πόρτα, θα διέσχιζα τρέχοντας τν οδό Σταδίου και θα χωνόμουν -και θα χανόμουν-στα στενά;"


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!