Annie Ernaux: Ο τόπος, Εκδόσεις Μεταίχμιο

2022-10-19

από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου

Το φετινό βραβείο Νόμπελ απονεμήθηκε στη γεννημένη το 1940 Γαλλίδα Annie Ernaux. Ομολογώ ότι το έργο της δεν είχε βρεθεί στα χέρια μου πριν να δημιουργηθεί όλος αυτός ο ντόρος (αρνητικός κατά κύριο λόγο), γύρω από το όνομά της. Καταρχάς, διαβάζοντας τις τελευταίες ημέρες, αναρτήσεις και άρθρα αναφορικά με το έργο της και τη 'μη ουσιαστική' θεματολογία με την οποία καταπιάνεται, αλλά και το πώς η Σουηδική Ακαδημία που απονέμει τα Νόμπελ Λογοτεχνίας, παραγνώρισε κορυφαία ονόματα λογοτεχνών, μου δόθηκε φυσικά το κίνητρο να διαβάσω το έργο της.

Ανάμεσα στα βιβλία που διάβασα επιλέγω να αναφερθώ στο "Ο τόπος", γιατί συμπυκνώνει με πρωτοφανή τρυφερότητα και ευαισθησία, τη συλλογική μνήμη του γαλλικού λαού μέσα από τις δεκαετίες που προηγήθηκαν και στιγμάτισαν πολιτικά και κοινωνικά τη χώρα. "Ο τόπος" της Annie Ernaux, περιγράφεται ως μια αυτοβιογραφική αναφορά της συγγραφέως, που χάνοντας τον πατέρα της και συνειδητοποιώντας την απώλειά του, ανατέμνει τις αναμνήσεις της μέσα από την επίπονη καταφυγή στο συναίσθημα της βαθιάς λύπης, έτσι ώστε να ανασύρει όλες εκείνες τις αποχρώσεις, που θα της επιτρέψουν να απεικονίσει βαθιά σπρωγμένα στο ασυνείδητο συναισθήματα. Η αναγνώρισή τους, η σχηματική τους κατά μία έννοια απεικόνιση, που διατρέχει τις παιδικές μνήμες της συγγραφέως, θα επιφέρουν και μια κάποια λύτρωση...Καλά μέχρι εδώ. Όμως δεν πρόκειται μόνο για αυτό. Έχω αναφέρει ξανά και αποδεικνύεται και με τα βιβλία που επιλέγω να διαβάσω, ότι εάν ένα κείμενο δεν έχει ιστορικές αναφορές ή δε συνιστά κάποιου είδους κοινωνικό σχόλιο για την τρέχουσα πραγματικότητα ή για ζητήματα που απασχόλησαν ή συνεχίζουν να απασχολούν κοινωνικά και πολιτικά, δεν πρόκειται να με κερδίσει.

Για αυτό άλλωστε και απόλαυσα πραγματικά την έξοχη γραφή της Annie Ernaux. 

Τις τελευταίες ημέρες εκδηλώνεται με πρωτοφανή επιμονή, μία παθογένεια που έχει τις ρίζες της πολύ βαθιά στον κοινωνικό και πολιτικό ιστό, τουλάχιστον της χώρας μας, είμαι σίγουρη και αλλού. Όμως στη χώρα μας, εδώ όπου οι πελατειακές σχέσεις κάνουν θραύση από εποχής γεννήσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους, και που η προσπάθεια να αναγνωρίζονται όλοι από συγκεκριμένες 'κλίκες', παρουσιάζεται σαν μονόδρομος για πολλούς, θεωρώντας ότι αν δεν ανήκουν κάπου θα νιώθουν σαν να παρέμειναν ξεγυμνωμένοι από προστατευτικά δίχτυα, η κακοπροαίρετη κριτική και η επιθετικότητα, έχουν μετατραπεί σε ένα είδος 'αγανάκτησης'. 

Η μορφή αυτή της αγανάκτησης, τρέφεται από την πληθώρα των likes γνωστών και αγνώστων, που μη γνωρίζοντας καν οι περισσότεροι περί τίνος πρόκειται, τρέχουν να 'υποστηρίξουν' τις απόψεις προσώπων που θεωρητικά ή στην πράξη ανήκουν στον ένα ή τον άλλο μηχανισμό. 'Υποστηρίζουν' δηλαδή απόψεις που εκφράζονται με πρωτοφανή κακεντρέχεια και μάλιστα για ποιο λόγο; Για τα βραβεία Νόμπελ! 

Οι ίδιοι άνθρωποι που υποστηρίζουν το οξύμωρο επιχείρημα του πώς είναι δυνατόν η Σουηδική Ακαδημία να αγνοεί με τη βράβευσή της αυτή, άλλα σημαντικά έργα αναρίθμητων σπουδαίων λογοτεχνών, ή να αγνοεί έργα που να αναφέρονται σε επίκαιρα ζητήματα όπως για παράδειγμα ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος, την ίδια στιγμή οι ίδιοι καταπιάνονται με περισσή δηλητηριώδη επιχειρηματολογία, κατά του έργου μιας αληθινά έξοχης συγγραφέως, αγνοώντας ότι έτσι πρεσβεύουν περίτρανα τη θεώρηση, ότι η ενασχόληση με τα σημαντικά ζητήματα, εξαντλείται μόνο σε λεκτικά επιχειρήματα και σε επιφανειακές ιαχές, χάνοντας τελικά χρόνο από την ουσιαστική ενασχόληση με τα ζητήματα που διατυμπανίζουν πως προέχουν, που ούτε και οι ίδιοι δεν ξέρουν ποια είναι, ή πώς θα άλλαζε κάτι γύρω από αυτά! Αναρωτιέμαι επίσης για ποιο λόγο η Σουηδική Ακαδημία Νόμπελ, που από το καταστατικό της, αναφέρει άλλωστε ότι βραβεύει έργα με πολιτιστικό και επιστημονικό υπόβαθρο, θα έπρεπε στα συμβολικά μηνύματα που αναμφισβήτητα επιδιώκει να επικοινωνήσει κάθε χρονιά, να παίρνει συγκεκριμένη θέση για διεθνείς κρίσεις; Δεν υπάρχουν άραγε άλλοι πιο αρμόδιοι θεσμοί για ενασχόληση και αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων; Μήπως δεν είμαστε μάρτυρες της ολιγωρίας των θεσμών αυτών; Ή μήπως επειδή θεωρείται πλέον δεδομένο ότι από αυτούς τους θεσμούς δε θα επέλθει καμία πράξη ουσίας, αποθέσαμε τις ελπίδες μας στη Σουηδική Ακαδημία Νόμπελ; Αστεία πράγματα είναι όλα αυτά.

 Η άποψή μου για τη Σουηδική Ακαδημία Νόμπελ, είναι ότι μέχρι σήμερα έχει βραβεύσει έργα που όλα τους έχουν πολύ αξιόλογη γραφή, θεματική αξιοσημείωτη και ουδέποτε έτυχε να διαβάσω συγγραφέα βραβευμένο με Νόμπελ που το έργο του να μην ξεχωρίζει αισθητά! Αυτό για παράδειγμα δε συμβαίνει σε καμία περίπτωση με τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας στη χώρα μας. Στην περίπτωση αυτή, έχουν βραβευθεί και κείμενα που δεν είναι πάντα τόσο ξεχωριστά και μοναδικά. Τέλος, να σημειώσω όσον αφορά όσα προανέφερα, ότι τα συμβολικά μηνύματα που μεταδίδει η βράβευση με Νόμπελ συγκεκριμένων λογοτεχνών κάθε φορά, είναι πάντοτε επίκαιρα. Ακόμα και αν η αναφορά δεν είναι απευθείας στην τρέχουσα κρίση που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες, είναι σίγουρα σε παράπλευρες όψεις αυτής της κρίσης, κοινωνικές, πολιτισμικές, ταξικές, ή πολιτικές. Αυτό το γνωρίζει κάθε άνθρωπος που φιλοδοξεί να αποτελεί μέρος μια δια βίου μάθησης, μιας δια βίου παιδείας. Άλλωστε το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι δυστυχώς κάθε χρονιά μόνο για έναν. Και ακόμα και αν βραβευθεί κάποιος άλλος αξιόλογος, κάποιοι ακόμα θα παραμείνουν εκτός. Κατανοώ βέβαια όλη αυτή η επίκριση να προερχόταν από συγγραφείς που δε βραβεύθηκαν, αλλά δεν την κατανοώ καθόλου από αναγνώστες, ή απλούς κριτές που δεν έχουν καν διαβάσει το έργο της Ernaux. Ψυχραιμία λοιπόν, και πάνω από όλα ας μην καταφεύγουμε σε αφορισμούς, που όχι μόνο δεν οδηγούν πουθενά, αλλά μαρτυρούν και μια άκρως ολοκληρωτική ματιά του 'πως θα έπρεπε να είναι τα πράγματα, ποια είναι η ουσία και τί μορφή οφείλει να έχει ένα συμβολικό μήνυμα΄.

Στο έργο της 'Ο τόπος", η Annie Ernaux, διαθέτει μια απίστευτα εκλεπτυσμένη μορφή λόγου, που κατά την άποψή μου απαιτεί τεράστια τέχνη για να μεταφέρει τα νοήματα που μεταφέρει. Αναδεικνύει μέσα από τα γραπτά της, όχι τη βιωματική της εμπειρία, αλλά τη βιωματική εμπειρία πολλών γαλλικών οικογενειών, που μέσα από την αλλαγή των γενεών, αποτυπώνουν τη λογοτεχνική εκδοχή της "Διάκρισης" του Pierre Bourdieu. Τα ταξικά ζητήματα, είναι πρόδηλα στο έργο της Annie Ernaux και αυτή η μαρτυρία δε θα γινόταν να είναι πιο επίκαιρη και ουσιαστική. Η γραφή της Ernaux, διακρίνεται από μια κομψή απλότητα όμοια με εκείνη του Αντρέ Ζιντ. Ταυτόχρονα αποτυπώνει με οξυδέρκεια, την προσπάθεια 'απόδρασης' μιας επαναστατημένης νεαρής από το λαϊκό  και απλοϊκό πυρήνα της οικογένειάς της, την προσπάθειά της να εισχωρήσει σε έναν κοινωνικό αστικό ιστό, όπου το χαρακτηριστικό κριτήριο της ταυτότητάς του, είναι ότι δε χρειάζεται να 'ιδρώσει΄ κανείς για να αποδείξει το οτιδήποτε. 

Πολύ χαρακτηριστικό σημείο, όπου αναλύεται η συλλογική μνήμη ολόκληρου του γαλλικού λαού, μέσα από την αυτοβιογραφική εξιστόρηση της Annie Ernaux, είναι το σημείο όπου αναφέρει ότι ο πατέρας της, ένας απλός πρώην εργάτης και νυν παντοπώλης, που ανέκαθεν έμαθε να θεωρεί από τον πατέρα του ότι το διάβασμα είναι για τους αργόσχολους και η αληθινή δουλειά είναι η κοπιαστική χειρωνακτική εργασία, ψηφίζει Πουζάντ, χωρίς ωστόσο ποτέ να του γεμίζει το μάτι...Ο Πουζάντ (από το όνομά του προέρχεται και η ορολογία πουζαντισμός), υπήρξε λαϊκιστής Γάλλος πολιτικός, που συσπείρωσε ψηφοφόρους μέσα από την προβολή ενός προφίλ αγανάκτησης της καταπιεσμένης εργατιάς, που για όλα έφταιγαν οι αστοί. Πολύ γρήγορα, ο Πουζάντ κατέφυγε στον αντισημιτισμό και την ξενοφοβία ενώ υπήρξε υπέρμαχος του πολέμου της Γαλλίας στην Αλγερία, σε μια περίοδο που εντείνονταν οι φωνές που επέκριναν τη Γαλλική παρουσία εκεί. Ο πατέρας της Ernaux, δε συμφώνησε ποτέ με τον πόλεμο. Δε συμφώνησε ποτέ με τον αντισημιτισμό. Η συγγραφέας ζωγραφίζει το πρόσωπο του πατέρα της, ως ενός ακόμα 'χρησιμοποιημένου' ψηφοφόρου, φτωχού μεροκαματιάρη, που αναγνώριζε εξαρχής ότι δεν πρόκειται ποτέ να ζήσει καμία μορφή προόδου. 

"Ένιωθε ικανοποιημένος που, στα εξήντα πέντε του, είχε κοινωνική ασφάλιση. Όταν γύριζε από το φαρμακείο, καθόταν στο τραπέζι και κολλούσε με χαρά τα κουπόνια στο δελτίο επιστροφής χρημάτων. Απολάμβανε ολοένα και πιο πολύ τη ζωή".

Η Annie Ernaux, θέλησε να ξεφύγει από τη μικροαστική μιζέρια του οικογενειακού της περιβάλλοντος, σπούδασε, ήρθε σε επαφή με κόσμο, όπου συγκεκριμένες πρακτικές συνήθειες αντιμετωπίζονταν ως δεδομένες. Για παράδειγμα, ως φιλοξενούμενη σε ένα σπίτι φίλων της, εισχωρούσε μέσα στον κόσμο τους χωρίς να αποτελεί η παρουσία της κάποιου είδους ανατροπή για την καθημερινότητά τους. Αντίθετα, όταν εκείνη υποδεχόταν κάποιον σπίτι της, ο πατέρας της ξεβολευόταν εντελώς από τις συνήθειές του. Η συγγραφέας τον περιγράφει σαν μια 'άμοιρη καρικατούρα' που προσπαθούσε να μιμηθεί τους καλούς τρόπους, να γίνει αποδεκτός από εκείνη την άγνωστη έννοια που τον είχε αποκλείσει. Για αυτό άλλωστε χάρηκε τόσο πολύ, όταν η κόρη του εισήλθε περίτρανα στον κόσμο αυτό, που τον ίδιο τον είχε εξορίσει. Η κόρη του έγινε με τον τρόπο αυτό, μέρος του αιώνιου εχθρού του, του αστικού συστήματος. Αποτελώντας κομμάτι του, το αστικό σύστημα δε θα την εχθρευόταν ποτέ. Δε θα την εξόριζε. Δε θα την απειλούσε. 

Με αφορμή το χαμό του αγαπημένου της πατέρα, η συγγραφέας βρίσκει το χρόνο να αναμετρηθεί με το παρελθόν της, με τις αναμνήσεις της, να επιτελέσει μια καταβύθιση στην πινακοθήκη προσώπων της γενιάς των γονιών της. Να μετρήσει τους καημούς και τα βάσανα των αέναα σκληρά εργαζόμενων γονιών που χάθηκαν, που παρέδωσαν τη σκυτάλη σε χρονιές ανάπτυξης, τις οποίες δεν έζησαν ποτέ οι ίδιοι. Είναι συγκλονιστικό και θλιβερό, όμως καμιά φορά μόνο ο θάνατος σου επιβάλλει να αποκτήσεις χρόνο για να αναλογιστείς ουσιαστικά τη σχέση σου  με πρόσωπα οικογενειακά. Να θυμηθείς μικρές σκηνές, όπως όταν χέρι χέρι περπατούσατε μαζί κι εσύ ήσουν μικρό παιδί, και μια τέτοια απλή στιγμή, κρύβει τα πιο ασύλληπτα κοινωνικά μαθήματα που θα μπορούσες να αποκτήσεις, και μια απτή μαρτυρία του γονιού που εξελίσσεται μαζί σου, μέσα από τα δικά του βιώματα, προσπαθεί να μάθει και να καταλάβει κι εκείνος τον κόσμο με τις δικές του ιστορικές και κοινωνικές εμπειρίες. Η Annie Ernaux, γράφει στο 'Ο τόπος', με πλάγια γραμματοσειρά, συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί για τους γονείς της. Για παράδειγμα τη λέξη 'απλός', εργατικός άνθρωπος', 'ο φόβος μη φαγωθεί το κεφάλαιο', 'δε μπορεί κανείς πια να μας βλάψει', 'οι άνθρωποι έπρεπε να επιβιώσουν'...Αυτό το κάνει, γιατί η ίδια θέλει με τον τρόπο αυτό να αποδώσει ένα νόημα αλήθειας που έκρυβαν οι λέξεις αυτές και οι εκφράσεις εκείνη την εποχή. Ένα νόημα που νιώθει ότι χρωστά να το αποδώσει αλώβητο. 

'Αναζητούσα τη φιγούρα του πατέρα μου σε άλλους ανθρώπους, στον τρόπο που φωνάζουν τα παιδιά τους, που κάθονται βαριεστημένοι σε αίθουσες αναμονής, που αποχαιρετούν γνέφοντας στις αποβάθρες σταθμών. Σε ανώνυμες φιγούρες που συναντούσα οπουδήποτε, που έφεραν εν αγνοία τους τα σημάδια της επιτυχίας ή της ταπείνωσης, ξανάβρισκα την ξεχασμένη πραγματικότητα της μοίρας του'.

'


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!